Δεν μας έφτανε η οικονομική ευρωπαϊκή ένωση και τα «οφέλη» της , κάποιοι στην Ελλάδα ζητάνε εδώ και χρόνια και πολιτική ένωση. Να ενσωματωθεί , δηλαδή, η Ελλάδα σε μια ευρωπαϊκή κυβέρνηση που θα εδρεύει στις Βρυξέλλες και η Ελλάδα, όπως και άλλες μικρές χώρες, να είναι η τουριστική υποανάπτυκτη περιφέρεια της κεντρικής γερμανογαλλικής κυβέρνησης. Εκεί λοιπόν θα παίρνονται όλες οι αποφάσεις που θα αφορούν στην εκπαίδευση, στην υγεία και στην εργασία του Έλληνα πολίτη. Δικαίωμα ψήφου και νομοθεσίας θα έχουν κυρίως οι ισχυρές και μεγαλύτερες οικονομικά χώρες με τις φτωχότερες χώρες να παίζουν, όπως σήμερα, περίπου διακοσμητικό ρόλο.
Η ομοσπονδία αυτή θα έχει βέβαια και τοπικά κυβερνητικά συμβούλια τα οποία θα εξασφαλίζουν παρά θα αμφισβητούν τις αποφάσεις της κεντρικής κυβέρνησης. Ευρωπαϊκός στρατός και ευρωπαϊκή αστυνομία, ως άλλη ¨Ιερή Συμμαχία", με διεθνή εντάλματα και απεριόριστα όρια έρευνας σε κάθε χώρα θα προστατεύουν το «ευρωπαϊκό κεκτημένο» από κάθε απειλή (λέγε με λαθρομετανάστη, αριστερό, ακτιβιστή, αντιευρωπαϊστή).
Το επόμενο στάδιο θα είναι η διαμόρφωση κοινής ευρωπαϊκής συνείδησης. Η εκπαίδευση αλλά και κάθε φορέας παιδείας θα επιστρατευτεί με σκοπό τη μετάδοση μιας κοινής αλλά και κατασκευασμένης ευρωπαϊκής παράδοσης με στοιχεία από την κλασική, ρωμαϊκή έως και τη σύγχρονη ευρωενωσιακή περίοδο. Θα αναρωτηθεί κανείς σ’ αυτή την περίπτωση, ποια θα είναι η θέση της ελληνικής επανάστασης του 1821 σε μια τέτοια ιστορία. Ποια θα είναι η θέση της ελληνικής αντίστασης 1941-1944, του κυπριακού ζητήματος, των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει με βεβαιότητα, σίγουρα πάντως η εθνική ιστορία με όποια μορφή θα υποβιβαστεί σε μάθημα επιλογής κατά το πρότυπο του μαθήματος Γενικής Παιδείας όπως διδάσκεται σήμερα στην γ’ Λυκείου.
Όποιοι τυχόν διαβάζετε αυτό το κείμενο ίσως να αρχίσετε να δυσανασχετείτε με το ενδεχόμενο αφανισμού στοιχείων της τοπικής ή και ευρύτερης ελληνικής παράδοσης. Ποια θα είναι άραγε η τύχη της νέας ή αρχαίας ελληνικής γλώσσας στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής εκπαίδευσης.
Χρησιμοποιώντας τις αρχές της Συνόδου της Λισαβόνας θα μπορούσαμε να πούμε ότι η εκπαίδευση που ονειρεύεται η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένα σχολείο δεξιοτήτων και αποσπασματικών πληροφοριών, που θα παρέχει σχετικά όρια ελευθερίας στους μαθητές και τον εκπαιδευτικό να ετοιμάζουν συνθετικές εργασίες ή να επιλέγουν γνωστικά αντικείμενα. Σίγουρα, το όραμα μιας τέτοιας εκπαίδευσης φαντάζει μακρινό και δυσπρόσιτο, μολονότι σε πολλά εθνικά συστήματα, όπως και το ελληνικό οι ετοιμασίες έχουν ήδη ξεκινήσει. Οι τριβές ανάμεσα στους ευρωπαίους εταίρους τόσο σε οικονομικά όσο και σε κρίσιμα πολιτικά θέματα καλά κρατούν σε ένα αβέβαιο περιβάλλον ζοφερής οικονομικής και πνευματικής κρίσης. Ισχυρές χώρες με μεγάλες εθνικές παραδόσεις όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία δεν θα δεχτούν χωρίς βασικές εγγυήσεις να απεμπολήσουν μέρος της ιστορίας και του πολιτισμού τους. Σε δυσκολότερη θέση θα βρεθούν τα μικρότερα κράτη όπως η Ελλάδα, το Βέλγιο, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία. Οι οικονομικές εξαρτήσεις, όπως και στο παρελθόν θα παίξουν το ρόλο τους ενισχύοντας, όπου χρειάζεται, τις συγκεντρωτικές και ευρωπαϊκές κατευθύνσεις.
Στην Ελλάδα, εδώ και τριάντα χρόνια η ευρωπαϊκή προοπτική θεωρείται μονόδρομος, η Γη της Επαγγελίας ο κήπος της Εδέμ από την πλειονότητα του πολιτικού κατεστημένου. Το ελληνικό κράτος είναι περίπου καταδικασμένο ή προορισμένο από την μοίρα του να συναντήσει την «πεφωτισμένη» Ευρώπη. Τι κοινό, όμως, πραγματικά έχει το ελληνικό κράτος με τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη, ποιοι πολιτισμικοί δεσμοί υπάρχουν ανάμεσα στην ελληνική και τη γαλλική ή τη γερμανική παράδοση;
Σε επίπεδο πολιτικής οργάνωσης οι έννοιες της δημοκρατίας και του έθνους, όπως διαμορφώθηκαν στη Γαλλία ή την Αγγλία, απέχουν παρασάγγας από τις αντίστοιχες έννοιες όπως τις διαμορφώσαμε στην Ελλάδα. Η ισχυρή δυτικοευρωπαϊκή αστική τάξη ως απότοκο της μεσαιωνικής φεουδαρχίας και της εμποροτραπεζικής τάξης δεν έχει τίποτα κοινό με την αντιπαραγωγική και ελέω ρουσφετιού διοικητική αριστοκρατία που διαβιούσε σε βάρος της ελληνικής αγροτικής και εργατικής τάξης. Οι βιοτέχνες, τραπεζίτες και βιομήχανοι των παροικιών, που έφτασαν με τα μεγάλα προσφυγικά ρεύματα του 20ού αιώνα ενσωματώθηκαν σε αυτό το παρασιτικό καθεστώς μέσα σε κλίμα πολιτικής και οικονομικής αστάθειας.
Αντίθετα, η σύγχρονη ευρωπαϊκή δημοκρατία είναι το αποτέλεσμα της δράσης της αστικής τάξης του 19ου αιώνα αλλά και του κεφαλαιοκρατικού συστήματος του 20ου πάντα σε στενή συνεργασία με μοναρχικά αλλά και θρησκευτικά κέντρα εξουσίας. Η ισχυρή γραφειοκρατική οργάνωση της Αγγλίας ή της Γερμανίας ακόμη και της Ισπανίας στηρίχτηκε στο κρατικό οικοδόμημα της ελεώ θεού μοναρχίας και απολυταρχίας του 19ου αιώνα αλλά και στα τεράστια ποσά που συγκέντρωναν τα κράτη αυτά από τις ανά την υφήλιο αποικίες τους. Ακόμη και σε περιπτώσεις στρεβλής οικονομικής ανάπτυξης ή παγίωσης κοινωνικών ανισοτήτων κατά τον 20ο αιώνα το άριστα οργανωμένο κράτος δικαίου ή πρόνοιας μπορούσε να εξασφαλίσει μια σχετικά ασφαλή και άνετη ζωή στον άνεργο, τον ασθενή, τον μετανάστη, τον συνταξιούχο.
Αντίθετα, ο Έλληνας πολίτης σε όλη τη νεότερη περίοδο είχε να αντιμετωπίσει μια εχθρική έως απάνθρωπη υπηρεσιακή γραφειοκρατία που αποτέλεσε για δεκαετίες το λάφυρο του εκάστοτε κόμματος που ανέβαινε στην εξουσία. Οι όροι « κράτος δικαίου» και «κράτος πρόνοιας» εισήχθησαν στην ελληνική πολιτική ζωή, για πρώτη φορά, τη δεκαετία του 1980 κυρίως ως ιδεολογήματα και λιγότερο ως απτή πραγματικότητα. Πάνω σ’ αυτό το ανταγωνιστικό έως σκληρό κοινωνικό σύστημα ο Έλληνας διδάχτηκε από τη διοικητική διαφθορά και είτε υιοθέτησε τρόπους εξαπάτησης των υπηρεσιών είτε εντάχτηκε αυτοβούλως στο αναξιοκρατικό σύστημα διορισμών. Ολόκληρες γενιές Ελλήνων μεγάλωσαν βασισμένες σε ρουσφέτια, στα παράνομα έσοδα ή και σε παρασιτική εκμετάλλευση του δημόσιου πλούτου.
Σε ιδεολογικό επίπεδο η Ευρωπαϊκή Ένωση ανέχτηκε, αν όχι ανέθρεψε τη ρατσιστική και φασιστική ιδεολογία. Μετά το Β ’Παγκόσμιο πόλεμο τα αμερικανικά κεφάλαια, η στρατιωτική αλλά και πολιτική «ασπίδα» του ΝΑΤΟ αλλά και η ανεξέλεγκτη δράση της CIA σχεδόν απαγόρεψαν την κομουνιστική ιδεολογία με αποτέλεσμα πολλά κομμουνιστικά κόμματα να αλλάξουν ιδεολογική ταυτότητα ή να ενσωματωθούν σε σοσιαλιστικά κόμματα. Το κενό της κομμουνιστικής αριστεράς στα ευρωπαϊκά κοινοβούλια το καλύπτουν σήμερα είτε «πράσινοι» είτε ομάδες ευρωσκεπτικιστών με «θολή» ιδεολογική αναφορά είτε εθνικιστικές ομάδες με ξενοφοβικές και ρατσιστικές θέσεις. Οι φωνές που δειλά ακούγονταν από διάφορους πολιτικούς και ευρωβουλευτές «περί εγκληματικής κομμουνιστικής ιδεολογίας» πριν το 1991, δυνάμωσαν τα τελευταία χρόνια υποβοηθώντας την γενικότερη εκλογική άνοδο της ακροδεξιάς σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Παράλληλα, ο οικονομικός φιλελευθερισμός διαθέτει στο ευρωπαϊκό έδαφος ισχυρά ερείσματα. Η πανίσχυρη ευρωπαϊκή αστική και εφοπλιστική τάξη που δραστηριοποιείται μέσα από τραπεζικές και χρηματιστηριακές δραστηριότητες ενισχύεται από το λουθηρανικό ανταγωνιστικό ιδεώδες, την αντίληψη, δηλαδή, ότι η εργασία και το κέρδος εξασφαλίζουν τη σωτηρία της ψυχής. Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια επιχειρείται η μονομερής εισαγωγή αυτού του ιδεώδους (περισσότερη δουλειά-μικρότερες απολαβές) χωρίς, ωστόσο, να εξασφαλίζεται η στήριξη της οικογένειας και της μητρότητας, που συναντά κανείς στις σκανδιναβικές χώρες. Ταυτόχρονα, στην Ευρώπη υπάρχει έντονο το μανιχαϊστικό «εδώ είναι η πολιτισμένη δύση, εκεί είναι η εχθρική ανατολή» με συχνές αναφορές στη συγκρουσιακή σχέση «χριστιανός-μουσουλμάνος», και στο στερεότυπο «προηγμένος βοράς-οπισθοδρομικός νότος».
Στον ελληνικό χώρο, αντίθετα, , λόγω της γεωγραφικής θέσης και των ιδιαίτερων ιστορικών συνθηκών, η σχέση με την Ανατολή δεν ήταν μόνο ανταγωνιστική αλλά υπήρξε και σχέση συμβίωσης και αλληλεπίδρασης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου