Πίσω από βαρύγδουπες εκφράσεις όπως «αυτομόρφωση», «δια βίου εκπαίδευση και κατάρτιση», «κοινωνία της πληροφορίας», κρύβεται η φιλοσοφία του εκπαιδευτικού φιλελευθερισμού. Στα πρότυπα, δηλαδή, του ανεξέλεγκτου οικονομικού ανταγωνισμού διαμορφώνεται μια μορφωτική και εκπαιδευτική πραγματικότητα, που υπάγεται πλήρως στους νόμους της κυριαρχίας του ισχυρότερου και χτίζει μια κοινωνία ανισοτήτων και αποκλεισμών.
Βέβαια, όπως το οικονομικό μοντέλο των οικονομολόγων διαφωτιστών ήταν επηρεασμένο από την πολιτική ιδεολογία και τα συμφέροντα της αγγλικής αστικής τάξης, έτσι και ο εκπαιδευτικός αυτός ατομισμός, η προάσπιση δηλαδή του δικαιώματος του ατόμου στην επιλογή των μορφωτικών αντικειμένων και όχι στη κρατική στήριξη ενός βασικού εκπαιδευτικού προγράμματος στηρίζεται πρώτιστα στην σύγχρονη συγκεντρωτική δημοκρατία των υπερεθνικών οργανισμών ( ΕΕ, NAFTA) , όπου η πολιτική φαίνεται να είναι μια κλειστή διεργασία, που ελέγχεται αποκλειστικά από ντόπιες και υπερεθνικές ελίτ. Η πλειονότητα του πληθυσμού επομένως, δεν χρειάζεται να μορφωθεί επαρκώς , αφού έτσι και αλλιώς κάτι τέτοιο χρειάζεται γενναία ψυχοπαιδαγωγική υποστήριξη, αφόρητη πολυτέλεια για το σύγχρονο « κράτος παρία» των πολυεθνικών.
Το νέο αυτό σχολείο σε όλες τις βαθμίδες του προσφέρει στοιχειώδεις γνώσεις ανάλογα με τα ηλικιακά χαρακτηριστικά του κάθε μαθητή ίσα ίσα, για να μπορεί ο αυριανός πολίτης να συνεννοείται στη μητρική του γλώσσα ή στην αγγλική. Τα υπόλοιπα γνωστικά εφόδια θα επιλεγούν από τον ίδιο τον μαθητή στην πορεία του στο εκπαιδευτικό σύστημα. Οι υποστηρικτές της δραστικής μείωσης της εγκυκλίου μόρφωσης ισχυρίζονται ότι λιγότερη γνώση σημαίνει δημιουργική γνώση αλλά και περισσότερη κατανόηση. Ωστόσο αγνοούν το γεγονός ότι ένα παιδί ή και ένας γονιός που συχνά δεν είναι καν επιστήμονας καλούνται να αποφασίσουν για το καίριο επιστημολογικό ερώτημα ποια γνώση είναι η πιο σημαντική σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας. Αποτέλεσμα αυτής της παρανόησης είναι το σχολείο να μετατρέπεται σε εντευκτήριο δεξιοτήτων, αγοραίας προβολής της εκάστοτε επιστημονικής περιοχής (οικονομικά, πληροφορική) και εξίσωσης του πολιτισμικού τομέα με τον επιστημονικό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το θέατρο και ο χορός ή η ζωγραφική ως επιλεγόμενα αντικείμενα αποκτούν ίση βαρύτητα με την Ιστορία, τα Θρησκευτικά και την Κοινωνιολογία.
Η εκπαίδευση επομένως υποβαθμίζεται ως φορέας μόρφωσης, παιδείας και γενικότερης αγωγής. Η οικογένεια, αντίθετα, και το γενικότερο κοινωνικό περιβάλλον μετατρέπονται σε αποκλειστικούς διαμορφωτές και εκτιμητές της γνωστικής κατάρτισης του μαθητή. Η μέση οικογένεια μέσα από την υπερεντατικοποίηση της εργασίας, την έλλειψη του ελεύθερου χρόνου, τα οικονομικά προβλήματα καλείται να λύσει και το γόρδιο δεσμό όχι μόνο της διαπαιδαγώγησης αλλά και της ίδιας της μόρφωσης του παιδιού. Ο αντισταθμιστικός ρόλος της δημόσιας παιδείας εγκαταλείπεται, ενώ ο κηδεμόνας αναλαμβάνει να ωθήσει το νεαρό μαθητή σε απαιτητικές ή σε πιο "εύκολες" και ακίνδυνες ατραπούς του σχολικού προγράμματος. Το πολιτικό υπόβαθρο της οικογένειας θα παίξει και αυτό το ρόλο του, όπως και το θρησκευτικό ή εθνοτικό στοιχείο εξοβελίζοντας από το μορφωτικό πλαίσιο γνώσεις που δεν συνάδουν με την ιδιαίτερη ταυτότητα της οικογένειας. Στο όνομα της ατομικής επιλογής και των ατομικών δικαιωμάτων ο μαθητής θα χαράξει βαθιά την προσωπική του πορεία στη ζωή με τον κίνδυνο να καταστεί μελλοντικά ανίκανος να παρακολουθήσει τις εργασιακές αλλά και πολιτικές εξελίξεις της εποχής.
Η ίδια η επιστημονική γνώση, επίσης, χάνει το επιστημολογικό και μορφωτικό της κύρος και εμφανίζεται ως πληροφορία με ημερομηνία λήξης. Ως τέτοια είναι εύκολο να ελεγχθεί και να διαστρεβλωθεί από κατευθυνόμενες επιστημονικές ομάδες ή ακόμη και από μέσα ενημέρωσης ή ψυχαγωγίας. Τη σύγχυση εντείνει παρά ξεκαθαρίζει η κυριαρχία της εικόνας που μπορεί με την κατάλληλη χρήση να παρασύρει σε παρερμηνείες και αντικοινωνικές συμπεριφορές, όπως μηδενισμό, ξενοφοβία, άκαιρους συμψηφισμούς ακόμη και ρατσισμό.
Παρόμοια, στο χώρο των θετικών επιστημών το ημιμαθές «κοινό- καταναλωτής» εμφανίζεται πιο ευάλωτο σε επιστημονικά πυροτεχνήματα, σε δήθεν, δηλαδή, επιστημονικά επιτεύγματα που συνιστούν ή κατακεραυνώνουν τον καφέ, τη δίαιτα, την παρακολούθηση ειδήσεων ή και άλλες καθημερινές συνήθειες και τα συσχετίζουν χωρίς επαρκή πειραματικά δεδομένα με καρδιακές παθήσεις, κρίσεις άγχους ή και ορμονικές δυσλειτουργίες.
Πίσω λοιπόν, από το δήθεν δικαίωμα στην επιλογή της μόρφωσης κρύβεται ο κίνδυνος η εκπαίδευση να μείνει αμέτοχη στον μορφωτικό κατήφορο μιας ολόκληρης κοινότητας, εάν οι μαθητές της επιλέξουν να διδάσκονται "ό,τι τους αρέσει" .
To «φιλελεύθερο» αυτό σχολείο δεν σημαίνει απαραίτητα ότι απευθύνεται και σε όλα τα γνωστικά επίπεδα ή ότι δεν διαμορφώνει αξεπέραστα εμπόδια στην μαθησιακή διαδικασία. Αν πάρουμε ως παράδειγμα την εφαρμογή του στις ΗΠΑ βλέπει κανείς ένα στείρο εξεταστικοκεντρικό και βαθμοθηρικό σύστημα, που θέτει φραγμούς στα παιδιά που προέρχονται από τις φτωχότερες τάξεις. Το ανταγωνιστικό στοιχείο είναι εμφανές και ωθεί συχνά σε εγκληματικές πράξεις, σε πόλεμο συμμοριών ή και σε νεοπουριτανικά φαινόμενα , όπως επιβολή ποινών για «ανάρμοστη εμφάνιση» ή έντονη σεξουαλικότητα.
Είναι φανερό, επομένως, το γεγονός ότι τέτοια σχολεία που ευδοκιμούν κυρίως στον αγγλοσαξονικό κόσμο όχι μόνο δεν μορφώνουν, αλλά και δεν βοηθούν στην καλλιέργεια υγειών κοινωνικών συμπεριφορών. Ευνοούν αντίθετα την αριστεία με την έννοια της πρωτιάς σε διαγωνισμούς και όχι της άμιλλας, κλείνουν τα μάτια στο νταηλίκι (bullying) και αδιαφορούν για μαθητές που λόγω κυρίως οικονομικών ή οικογενειακών προβλημάτων δεν μπορούν να συμβαδίσουν με τις γνωστικές απαιτήσεις του σχολείου.
Τέτοιες κοινωνικές σχέσεις οδηγούν συχνά σε παραβατικές πράξεις, συμπλοκές ή και περιθωριοποίηση πολλών νέων, που νιώθουν εκτός σχολικής πραγματικότητας. Τα τελευταία 20 χρόνια τα φαινόμενα ένοπλης βίας στα αμερικάνικα σχολεία έχουν πολλαπλασιαστεί ενδεικτικό στοιχείο της ανικανότητας του σχολείου να επέμβει σε φαινόμενα ρατσισμού, κοινωνικού αποκλεισμού ή βίας.