Το ελληνικό πρωτάθλημα της «Α’ Εθνικής», όπως λεγόταν παλιότερα, αποτελεί ένα κοινωνικό φαινόμενο με βαθιές ρίζες στην νεοελληνική κοινωνία. Γενιές μεγάλωσαν κοντά στα γήπεδα, , βλέποντας την αγαπημένη τους ομάδα να νικά, να ηττάται , να περνά «πέτρινα» χρόνια , να χάνει ή να κερδίζει πρωταθλήματα από στιγμιαία λάθη παιχτών ή από δικαστικές ή διαιτητικές αποφάσεις. Κάθε Σαββατοκύριακο πολλοί Έλληνες, όπως και σε όλο τον κόσμο βιώνουν μαζί με τις αγωνίες της καθημερινότητας και την αγωνία ενός ποδοσφαιρικού αγώνα.
Όσο και αν προσπαθούν κάποιοι να μας το παρουσιάσουν ως «γιορτή και διασκέδαση», το ποδόσφαιρο για τον κάθε οπαδό ή φίλαθλο αποτελεί μια στιγμή ενός συνεχούς δράματος , όπου έντονα συναισθήματα συνεχώς εναλλάσσονται. Κάθε ομάδα και κυρίως οι λεγόμενες «μεγάλες» διαθέτουν πολιτιστικούς χώρους με ιστορία, ιδιαίτερους κώδικες αξιών , ήρωες και προδότες, αλλά και βέβαια στόχους που αντιστοιχούν στο κύρος και στην οικονομική τους επιφάνεια. Οι ομάδες αυτές διοικούνται συνήθως, από μια συγκεντρωτική διοίκηση που εκπροσωπεί και «προστατεύει» το ποδοσφαιρικό τμήμα στα διοικητικά όργανα και στις αρχές που οργανώνουν το πρωτάθλημα.
Πέρα όμως από τα προφανή που είναι η ίδια η αξία των ποδοσφαιριστών και του προπονητή που αποτελούν το βαρόμετρο για την επιτυχία ή την αποτυχία της εκάστοτε ομάδας, η ποδοσφαιρική ομάδα είναι οι ίδιοι οι φίλαθλοι που την παρακολουθούν και τη στηρίζουν σε κάθε αγώνα. Ο φίλος της ομάδας δεν παρευρίσκεται απλά σε ένα αθλητικό αγώνα αλλά συχνά παίρνει μέρος σε ένα ομαδικό δρώμενο που έχει ως κύριο στόχο να δημιουργηθεί μια κοινωνική δυναμική που θα οδηγήσει τους ποδοσφαιριστές στη νίκη. Η νίκη στο πρωτάθλημα ισοδυναμεί με έναν μικρό έστω προσωπικό θρίαμβο που θα δώσει και μια ψευδαίσθηση ελπίδας ανάμεσα σε οικονομικά και οικογενειακά προβλήματα. Βέβαια, τίποτε από τα παραπάνω δεν κερδίζεται εύκολα ούτε είναι εκ το προτέρων εξασφαλισμένο. Ο θρίαμβος από τον διασυρμό συχνά δεν απέχουν παρά μερικά λεπτά της ώρας. Η ήττα από τη νίκη δευτερόλεπτα. Η σύγκρουση επομένως, νοητή ή πραγματική μεταφέρεται συχνά από τον αγωνιστικό χώρο στις κερκίδες, με αποτελέσματα που ποικίλλουν από απλές ύβρεις έως πραγματικό πόλεμο σώμα με σώμα. Η ένταση της σύγκρουσης αυτής που για άλλους αποτελεί «ένθερμη ατμόσφαιρα» και για άλλους «οπαδική βία» εξαρτάται κατά κύριο λόγο από εξωγηπεδικούς και εξωαθλητικούς παράγοντες.
Το πρώτο βασικό στοιχείο που επηρεάζει τους φιλάθλους στη συμπεριφορά τους είναι η γενικότερη οικονομική κατάσταση της χώρας. Οι άνεργοι, οι φτωχοί ή οι άποροι προσδοκούν από την ομάδα τους να τους δώσει ότι δεν έχει δώσει η κοινωνία τους, έστω στα μάτια των θαμώνων ενός καφενείου κοινωνική αναγνώριση και ταυτότητα μέσα στο οικονομικό σύστημα.
Το δεύτερο στοιχείο είναι η παιδεία, η γενικότερη δηλαδή αξιακή υποδομή και κρίση που διαθέτει ένας άνθρωπος που θα του επιτρέψουν να μην μετατραπεί σε μάζα και έρμαιο της συλλογικής παράνοιας που βλέπουμε συχνά στο ποδοσφαιρικό γήπεδο.
Το τρίτο στοιχείο είναι η αντιμετώπιση του πολίτη από την πολιτεία κυρίως στην καθημερινή του ζωή , η γενικότερη εικόνα που έχει ο πολίτης για την αστυνομία, τη διοίκηση, τους νόμους και τις υπηρεσίες υγείας και παιδείας. Η στάση αυτή του οπαδού θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό αν θα συμμορφωθεί ή αν θα εναντιωθεί σε κάτι γενικότερο από την αντίπαλη ποδοσφαιρική ομάδα. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο φίλαθλοι μετά από νίκη της ομάδας τους να χτυπούν ομοϊδεάτες τους ή αστυνομικούς ή να προκαλούν υλικές ζημιές σε ξένες περιουσίες.
Εξίσου σημαντικός παράγοντας είναι βέβαια, η καλλιέργεια του αθλητισμού ως χώρου άσκησης, υγιεινής ζωής, άμιλλας και παιδείας. Η μονοδιάστατη προβολή του ποδοσφαίρου ως θεάματος και μόνο, δημιουργεί οπαδούς και θύματα του φανατισμού. Στη σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία το ποδοσφαιρικό θέαμα αποφέρει τεράστια κέρδη σε μια σειρά από βιομηχανίες , κατασκευάζει ωστόσο και ανθρώπους που βλέπουν το άθλημα αποκλειστικά ως εκτόνωση και ευκαιρία για κατανάλωση κάθε είδους. Από τη διατροφή μέχρι το τυχερό παιχνίδι. Ο πλαδαρός αυτός φίλαθλος όσο και εκείνος που κυνηγάει την τύχη του στο στοίχημα βλέπουν το ποδόσφαιρο όχι ως ανθρώπινη εκδήλωση αλλά ως κυνήγι του αποτελέσματος ή της στιγμιαίας συγκίνησης. Έτσι, δεν περιμένουν τίποτε άλλο από την ίδια την επιτυχία και τη νίκη. Ήττα ή ισοπαλία δεν υπάρχουν στο μυαλό τους ούτε βέβαια τίμιος αγώνας ή άμιλλα. Έτσι το άθλημα μετατρέπεται σε αρένα όπου οι θεατές ζητωκραυγάζουν «νικητές» και «μελλοθάνατους».
Στην Ελλάδα του 2011 σχεδόν κάθε Κυριακή βλέπουμε έντονα φαινόμενα οπαδικής βίας και συγκρούσεων στα γήπεδα, που κάποιοι τεχνηέντως συνδέουν με τη διαιτησία, τον Τύπο, τους διοικητικούς παράγοντες ή και τη συμπεριφορά των ποδοσφαιριστών. Αγνοούν έτσι, την Ελλάδα της πολιτικής διαφθοράς, της οικονομικής καχεξίας, την Ελλάδα των χιλιάδων ανέργων, των σχολείων που κλείνουν, την Ελλάδα της καθημερινής ταλαιπωρίας στις ουρές των ιατρείων, που δεν δίνει κανένα όραμα στους νέους ούτε καν προσωπικής ενασχόλησης με τον αθλητισμό. Τα «παιδιά των γηπέδων» μέσα από την συλλογική υποστήριξη της ομάδας τους αποκτούν αναγνώριση, ταυτότητα και όραμα που δεν είναι άλλο από κάποιο εγχώριο ή διεθνές κύπελλο. Η ζωή αυτών των νέων οι οποίοι προέρχονται συχνά από τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα περιστρέφεται γύρω από το ποδόσφαιρο ως θέαμα και ιδέα. Κάτω από αυτό το πρίσμα το ποδόσφαιρο αφιονίζει και οδηγεί σε βίαιες αλλά και ασφαλείς για το πολιτικό κατεστημένο διεξόδους. Ουσιαστικά, η νεανική επαναστατικότητα διοχετεύεται σε βία ενάντια στον αντίπαλο οπαδό και η διάθεση για ομαδικότητα και συλλογική δράση σε «φιέστες» και «εκστρατείες».