Πολλοί πιστεύουν ότι η μουσική είναι μια παγκόσμια γλώσσα που μιλάει σε διαφορετικούς ανθρώπους και ενώνει διαφορετικές κουλτούρες. Φέρνουν ως παράδειγμα τη παγκόσμια δημοφιλία της ροκ ή και τη συνύπαρξη σε ορχήστρες μουσικών από διαφορετικές χώρες ή και παραδόσεις. Η ανάπτυξη, επίσης, κατά τις τελευταίες δεκαετίες της έθνικ μουσικής κυρίως ως παρακλάδι της τζαζ δημιούργησε την εντύπωση ότι οι εθνικές κουλτούρες ασιατικών και αφρικανικών χωρών μπορούν να αναμιχθούν σε ένα ενιαίο κορμό , μια «νέα μουσική» μέσα από τη συνάντηση σε διεθνή φεστιβάλ αλλά και σε συμβόλαια με δυτικές εταιρίες δίσκων. Είδαμε δυτικούς μουσικούς ακόμη και ροκ καλλιτέχνες ( Peter Gabriel, Sting, κ.ά) να συνεργάζονται με μαροκινούς ή πακιστανούς μουσικούς ενσωματώνοντας στη δική τους κουλτούρα τα στοιχεία των αντίστοιχων αυτών μουσικών παραδόσεων.
Η μουσική, ωστόσο, δεν είναι μία όπως διατείνονται πολλοί, ακόμη και τα κριτήρια για το τι είναι εύηχο μπορεί να διαφέρουν ριζικά ανάμεσα στις διάφορες παραδόσεις. Κοινά σημεία υπάρχουν αναμφισβήτητα, όπως κλίμακες, παρόμοια μουσικά όργανα, ρυθμοί, εκεί ωστόσο που διαφέρουν οι μουσικές είναι στο βιωματικό μέρος που εκφράζεται μέσα από τον ιδιαίτερο τρόπο εκτέλεσης της μουσικής. Όλοι μας όσοι ασχολούμαστε με τη μουσική προσπαθήσαμε να παίξουμε ή και εντριφίσαμε τελικά σε μια μουσική από την αγγλοσαξονική παράδοση ή και σε αφρικάνικους ρυθμούς. Η αίσθηση του ρυθμού και ο ιδιαίτερος τρόπος, «το ύφος» θα έλεγε κάποιος δεν μπορεί να αντιγραφεί από κάποιον μουσικό με διαφορετική κουλτούρα και κυρίως διαφορετικά βιώματα. Οι Έλληνες παρά τις φιλόδοξες προσπάθειες πολλών ικανών μουσικών δεν κατάφεραν να παίξουν το Heavy Metal των Black Sabbath ή των Judas Priest, γιατί τα βιώματα αυτών των μουσικών παρέπεμπαν στο μουντό αγγλικό τοπίο της γκρίζας βιομηχανικής πόλης , παρέπεμπαν, επίσης, σε μια άλλη εκπαίδευση και σε μια άλλη κουλτούρα με μανιχαϊστικά και προτεσταντικά στοιχεία που βρίσκονταν στην αντίπερα όχθη όχι μόνο από την ελληνική αλλά και την γενικότερη ανατολική θέαση της ζωής.
Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να αντιτείνει το παράδειγμα της κλασσικής μουσικής και πώς αυτή η μουσική παρότι ξεκίνησε από τον δυτικό κόσμο βρήκε άξιους εκπροσώπους σε ολόκληρη την υφήλιο. Στην περίπτωση της κλασσικής μουσικής μιλάμε για μια έντεχνη και αυστηρά ακαδημαϊκή μουσική, που ενώ απαρτίζεται από διαφορετικές μουσικές παραδόσεις στηρίζεται, ωστόσο, σε αυστηρούς κανόνες δημιουργίας και εκτέλεσης . Και σ’ αυτήν την περίπτωση, βέβαια, έχουμε έργα όπως του Λιστ ή του Σκαλκώτα που το βιωματικό στοιχείο είναι ιδιαίτερα έντονο.
Η μουσική, επομένως κυρίως στην πρωτογενή της έκφραση αλλά και στην λαϊκή της εκδοχή εμπεριέχει σε μεγάλο βαθμό το βίωμα. Άλλο τραγούδι υπήρξε το¨Αll along the watchtower" του ΒοB Dylan και άλλο η μεταγραφή του στα ελληνικά « Ο παλιάτσος και ο ληστής» του Διονύση Σαββόπουλου. Η πρώτη εκτέλεση γράφτηκε σε μια Αμερική που γνώριζε τα αντιπολεμικά και εκπαιδευτικά κοινωνικά κινήματα, ενώ το δεύτερο γράφτηκε στη δίνη της χουντικής επταετίας περισσότερο ως μια σύνθεση παραδοσιακών ελληνικών και σύγχρονων ροκ στοιχείων. Αντίστοιχα παραδείγματα μπορούμε να βρούμε χιλιάδες στην παγκόσμια μουσική και είναι προς τιμή των μουσικών, όταν αναγνωρίζουν την ιδιαιτερότητα της παραλλαγής ή της επανεκτέλεσης. Ακόμη και μέσα στην ίδια χώρα και παράδοση μπορούν να εμφανιστούν ουσιώδεις διαφορές στις επανεκτελέσεις κυρίως παλαιότερων κομματιών, Χαρακτηριστικά παραδείγματα οι δεύτερες εκτελέσεις στο " Σπασμένο Καράβι" ή στο " Τι σου κανα και πίνεις".
Η μουσική είναι ένα κοινωνικό γεγονός, αντανακλά τα συναισθήματα, την κουλτούρα και τα βιώματα μιας κοινωνικής ομάδας σε συγκεκριμένη εποχή μέσα σε αντίστοιχες πολιτικές και οινομικές ιδιαιτερότητες.
Κάποτε ο AL Di Meola σε μια διάλεξη κάλεσε έμπειρους μουσικούς από το ακροατήριο να τον ακολουθήσουν σε λατινοαμερικάνικους ρυθμούς. Μετά από αλλεπάλληλες αποτυχημένες προσπάθειες μας εκμυστηρεύτηκε ότι μόνο κάποιοι ισπανόφονοι λαοί μπορούν να εκτελέσουν σωστά αυτούς τους ρυθμούς χωρίς καν να αντιλαμβάνονται τα μουσικά μέτρα και τα χτυπήματα. Ο ρυθμός προερχόταν από μέσα τους, «κυλούσε στο σώμα τους» όπως μας έλεγε χαρακτηριστικά. Η μουσική κάθε λαού συνδέεται με την παράδοση, την ιστορία και κυρίως τις εμπειρίες του.
Χωρίς να ορθώνει απαγορευτικές μπάρες η μουσική περιέχει στοιχεία από την ψυχοσύνθεση ενός λαού, ακόμη και από την κυρίαρχη κοσμοθεωρία του. Δεν είναι τυχαίο ότι η θρησκευτική μουσική καλλιεργήθηκε κυρίως στον δυτικό κόσμο, στις γερμανικές και αγγλοσαξονικές χώρες εκσυγχρονίστηκε και εμφανίστηκε σε διάφορες παραλλαγές από ροκ μέχρι την ραπ, ενώ στον ανατολικό κόσμο η εκκλησιαστική μουσική ακολούθησε το συγκεκριμένο βυζαντινό τυπικό περιορισμένη αυστηρά για λειτουργικούς και τελετουργχικούς σκοπούς.
Το να προσπαθήσει κανείς να ορίσει ποιο είναι ακριβώς το βιωματικό μέρος της μουσικής είναι πάρα πολύ δύσκολο όπως και το να επισημάνει ποιες μουσικές παραδόσεις θεωρούνται συγγενείς. Θα ήταν προτιμότερο να προσεγγίσει τις ιδιαίτερες συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκε το κάθε είδος μουσικής όπως το Ροκ, το Μπλουζ, η Ντίσκο κλπ.
Αν για παράδειγμα θεωρήσουμε τη Ροκ ως τη μετεξέλιξη του Rhythm 'n Blues και του Rock’n Roll αναμειγνύοντας ποικίλλα στοιχεία από αφρικάνικους ρυμούς μέχρι κλασικίζουσες φόρμες θα μιλάγαμε κυρίως για την έκφραση της επαναστατημένης νεολαίας των δεκαετικών του 60 και του 70. Μέσα στο κλίμα της γενικότερης αμφισβήτησης των παραδοσιακών αγγλοσαξονικών αξιών η Ροκ εξέφρασε το πάθος και την ανάγκη της γενιάς του 60 να διεκδικήσει δυναμικά τη σεξουαλική απελευθέρωση και τον σεβασμό στην ατομικότητα και τη διαφορετικότητα. Την ίδια εποχή οι πολιτικές εξελίξεις, η πετρελαϊκή κρίση, οι αραβοισραιλινοί πόλεμοι, το Βιετνάμ επέτειναν την αμφισβήτηση στο αγγλικό ή αμερικανικό καπιταλιστικό μοντέλο ανάπτυξης κάτι που εκφράστηκε με ακόμη πιο δυνατή και πιο ρυθμική μουσική, όπως ήταν οι ακραίες μορφές της Ροκ κουλτούρας το Heavy Metal και το Punk. Ο ήχος τραχύς και άγριος περασμένος συχνά από τσιπ, τρανζίστορες λιχνίες και ηλεκτρονικά φίλτρα μετέφερε σε πιο εξευγενισμένη μουσική μορφή τον ήχο της βιομηχανίας αλλά και του δρόμου. Αυτές περιληπτικά υπήρξαν κάποιες βασικές συνιστώσες της ανάπτυξης της Ροκ, μιας μουσικής που γεννήθηκε στον αγγλοσαξονικό κόσμο, αγκάλιασε ωστόσο, σταδιακά ολόκληρη την υφήλιο μέσα από την εμπορική και τεχνολογική κυριαρχία των ΗΠΑ και της Αγγλίας και κυρίως την υπερπροβολή της συγκεκριμένης μουσικής μέσω της εικόνας (βίντεο, τηλεόραση).
Έτσι, η ροκ μουσική στη διάρκεια της ωρίμανσής της τη δεκαετία του 1970 συνδέθηκε με τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στις αγγλοσαξονικές χώρες και μετέφερε τα βιώματα της νεολαίας μιας συγκεκριμένης εποχής με αντίστοιχες ανάγκες. Άλλο υπήρξε το Punk του 1978 και άλλο το Punk του 2000.
Στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο η δυτική μουσική (ροκ, ποπ) καλλιεργήθηκε, μελετήθηκε και διδάχτηκε σε βάθος, άλλες φορές ενσωματώθηκε στην τοπική μουσική παράδοση σε ένα μείγμα με λαϊκά ή παραδοσιακά στοιχεία είτε μεταφέρθηκε αυτούσια όπως στην περίπτωση του αγγλόφωνου ελληνικού ροκ χωρίς, ωστόσο, σ’ αυτήν την τελευταία περίπτωση ιδιαίτερα επιτυχημένα αποτελέσματα. Ακόμη και σε χώρες με πλούσια μουσική παράδοση και εμπορικό κύρος όπως η Γαλλία ή η Ιταλία οι μουσικοί δεν μπόρεσαν να συνθέσουν μια δική τους αξιόλογη αγγλόφωνη ροκ ή ποπ κίνηση που να βρει ανταπόκριση στην αγορά της Αγγλίας ή των ΗΠΑ.
Η αιτία για αυτήν την αδυναμία εμπέδοσης της αγγλοσαξονικής μουσικής κουλτούρας είναι τα διαφορετικά βιώματα που τη συνθέτουν. Δεν είναι δηλαδή ζήτημα γνώσεων, υποδομής ακόμη και άρθρωσης του αγγλικού στίχου αλλά ζήτημα διαφορετικής κουλτούρας ενός συνόλου δηλαδή γενικότερης παιδείας, κοσμοαντίληψης και εμπειριών.