Παρασκευή 24 Αυγούστου 2012


Η ανησυχητική διείσδυση του νεοφασισμού[1]  στην ελληνική κοινωνία  ,ως αποτέλεσμα  της έλλειψης ιστορικής παιδείας

  1. Ένα «λουλούδι» που άνθισε στον κήπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ)

Πολλοί όπως ο γράφων δεν ανέμεναν τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές  για να καταλάβουν ότι το νεοφασιστικό φαινόμενο είχε ήδη μπολιαστεί σε τμήμα της νεολαίας και καλλιεργηθεί συστηματικά στην ελληνική κοινωνία των τελευταίων είκοσι ετών. Τα μηνύματα είχαν αρχίσει να έρχονται ήδη από το 1991 ανησυχτικά από άλλες  χώρες της ΕΕ ή και πρώην σοσιαλιστικές χώρες υπό την κηδεμονία της ΕΕ, όπως η Εσθονία , η Λιθουανία ή η Πολωνία όπου ο χιτλερισμός άκριτα και ανιστόρητα με προφανείς πολιτικές σκοπιμότητές εξισωνόταν με τον Κομουνισμό και πολλές πτυχές της αντίστασης των λαών κατά του ναζισμού αλλοιώνονταν και νοθεύονταν με αποτέλεσμα  ο σύγχρονος φασισμός και οι πολιτικοί ταγοί του να εξαγνίζονται από το τυχόν ένοχο παρελθόν τους και να εμφανίζονται  ως ένα άλλο είδος ριζοσπαστισμού «στολισμένο» πάντα  με τις απαραίτητες πατριωτικές και φιλολολαΐκές  κορώνες.

Πολλά έχουν γραφεί για τα αίτια αυτής της φασιστικής στροφής. Η πολιτική της ΕΕ και η συμβολή της στην καταστροφή του κράτους πρόνοιας, η διογκούμενη ανεργία, η συκοφάντηση του κομμουνισμού, η συντήρηση του λεγόμενου   «ήπιου φασισμού» από τα ΜΜΕ, η ταύτηση κάθε γνήσιας πατριωτικής και φιλολαϊκής υπεράσπισης του εθνικού κράτους πρόνοιας με το σωβινισμό και τον εθνικισμό, η δαιμονοποίηση εθνικών ομάδων και κρατών  και φυσικά  οι μετανάστες ως ο εύκολος ένοχος για τις ανεπάρκειες του κρατικού συστήματος υγείας και δικαιοσύνης . Άλλοτε πάλι, ο νεοφασισμός αποτελούσε ένα βολικό σκιάχτρο, ένα βολικό αντιδραστικό πόλο απέναντι σε  κεντροδεξίες ή κεντροαριστερές κυβερνήσεις που εμφανίζονταν ως οι  υπερασπιστες της δυτικής δημοκρατίας .

 Το παρόν άρθρο δεν θα ασχοληθεί με τα αίτια που προαναφέρθηκαν αλλά θα εστιάσει στην προσπάθεια των ελληνικών κυβερνήσεων τα τελευταία 38 χρόνια  να δημιουργήσουν ένα σχολείο της ιστορικής αμάθειας , της μερικής γνώσης , το σχολείο των εξετάσεων και του κονωνικού φραγμού που απαιτεί μόνο την αποστήθιση συγκεκριμένων γνωστικών τομέων  και ενοτήτων  , ενώ αδιαφορεί επιδεικτικά για άλλους σημαντικούς τομείς όπως την ιστορική μόρφωση[2] και την ανάγκη καλλιέργιας πολιτικής και ιστορικής κρίσης.






  1. Η ψήφος στο Φασισμό , βλαστάρι του ιστορικού αναλφαβητισμού


   Ο φασισμός ή  ναζισμός  στη γερμανική του παραλλαγή ως πολιτική οργάνωση, καταγεγραμμένη ιδεολογία, κοσμοθεωρία και πρακτική δεν είναι τωρινό φαινόμενο. Γεννήθηκε στο Μεσοπόλεμο και παρέδωσε τον κόσμο στο πνευματικό έρεβος, τον  χειρότερο πόλεμο που γνώρισε η ανθρωπότητα (50 εκατομμύρια νεκροί) , το ρατσιστικό μίσος και την καταστροφή. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί από τους σημερινούς πολιτικούς εκφραστές  τέτοιων ιδεολογιών αποφεύγουν να καταδικάσουν το ναζιζιστικό φαινόμενο αλλά φτάνουν  να υιοθετούν σύμβολα και ιδέες του. Η στοιχειώδης έστω αντικειμενική γνώση βασικών σημείων και γεγονότων  του β ' παγκοσμίου πολέμου θα αρκούσε για να εξωβελιστεί από τη σφαίρα της πολιτικής και της  νομιμότητας  το νεοναζιστικό ή νεοφασιστικό φαινόμενο.
   Και αν προσπαθούσαμε να ανοίξουμε διάλογο με τις νεοφασιστικές ιδέες τι θα μπορούσε να προσφέρει στο μεταναστευτικό πρόβλημα  το «πογκρομ», το μίσος προς τον φτωχό μετανάστη, οι πράξεις βίας , η καταπίεση, ο χουλιγκανισμός μεταξύ κοινωνικών ομάδων. Και όμως κάποιοι ακόμη και σήμερα πιστεύουν ότι  αυτές οι πράξεις θα φέρουν "νόμο και τάξη". Τόσο έυκολα ξέχασε η ανθρωπότητα τα κηρύγματα μίσους των Χίτλερ, Μουσολίνι, Φράνκο, τα στρατόπερα συγκεντρώσεως , την κτηνοδία των κατακτητών σε βάρος του άμαχου πληθυσμού. Άραγε τα διδάσκονται αυτά οι μαθητές της Γ΄Λυκείου και με ποιο τρόπο;
    Το φασιστικό φαινόμενο υποστηρίχτηκε και εγκαθιδρύθηκε στην εξουσία από  το οικονομικό και πολιτικό κατεστημέμενο του μεσοπολέμου. Δεν έθιξε ούτε ήρθε σε ρίξη με τις κυρίαρχες πολιτικές και οικονομικές δομές. Πολέμησε με πάθος κυρίως  τις κομμουνιστικές ιδέες και έθεσε ως πρώτο στόχο την αποτροπή επέκτασης  της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Προσέφερε μυστικιστικές και ανορθολογικές λύσεις στα τότε κοινωνικά προβλήματα.  Νοσταλγία  για το αρχαίο μεγαλείο, θεοποίηση του ηγέτη. Σε τι διαφέρει άραγε η σημερινή φασιστική ιδεολογία ;  Αρκεί να διαβάσει κανείς σύγχρονα φασιστικά έντυπα και θα καταλάβει ότι αποτελούν αναβίωση των ίδιων εκείνων παρωχημένων και αντιδραστικών απόψεων.
    Ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας πέρα από την εφιαλτική δοκιμασία της  Κατοχής, την καταστροφή και τη λεηλασία από τους κατακτητές, δεν έχουν περάσει ούτε πενήντα χρόνια από την επιβολή μιας στυγνής δικτατορίας που ενστερνίστηκε απόλυτα και χυδαία  τη φασιστική ιδεολογία , επέβαλε λογοκρισία, βασάνισε, εξόρισε, εκτέλεσε πολίτες για τα πολιτικά τους φρονήματα. Οι  έλληνες δικτάτορες του 1967  υποστήριζαν ότι ήρθαν  για να σώσουν   από την τότε κρίση. Τι κατάφεραν στο τέλος ; Ποια Ελλάδα παρέδωσαν   το 1974;
    Μια περιεκτική    διδασκαλία των βασικών σημείων  του κυπριακού προβλήματος και της προδοτικής στάσης των δικτατόρων το καλοκαίρι του 1974 θα αρκούσε για να καταλάβουμε τι κρύβεται πίσω από τα "αρχαία στολίδια" που φορούν κάποιοι ακόμη και σήμερα.

Η ιστορία παρότι διδάσκεται ως μάθημα σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες. προσφέρεται στους μαθητές ως νεκρή , ξένη προς την πραγματικότητα γνώση, υποταγμένη στα κελεύσματα της σύγχρονης μιντιακής πραγματικότητας και των πανελλαδικών εξετάσεων.



[1] Ο νεοφασισμός στο παρόν άρθρο δεν συνδέεται μόνο με συγκεκριμένα κόμματα αλλά και με ιδεολογικές εκφάνσεις, ρητορική  και συμπεριφορές που συναντώνται σε διάφορες πολιτικές παρατάξεις , στο δημόσιο λόγο πολιτικών και δημοσιογράφων, διανοουμένων αλλά και απλών ανθρώπων.
[2] Σε πρόσφατη έρευνα σημειώνεται μεγάλη έλλειψη στις ιστορικές γνώσεις σχετικά με την νεότερη ελληνική ιστορία. Βλ  Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΑΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ, Δύο στους τρεις μαθητές αγνοούν την Ιστορία της αντίστασης και του Πολυτεχνείου ΄73, http://katsikas.8k.com/articles/artro9.html ,Μαυροσκούφης Κ  Δ, Η σχολική Ιστορία στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση, [1975-1995]. Η μεταπολεμική εκδοχή του σισύφειου μύθου, εκδ. Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1987,σ. 17.