Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

Ο φασισμός υπό το πρίσμα του ιστορικού ηθικισμού

Τα τελευταία χρόνια περισπούδαστοι Έλληνες ιστορικοί σε αγαστή συνεργασία με τον οργανισμό «Euroclio» και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προσπαθούν να πείσουν την ελληνική κοινή γνώμη ότι ο ολοκληρωτισμός του μεσοπολέμου (1920-1940) εκδηλώθηκε με δύο μορφές , τον Φασισμό- Ναζισμό και τον Κομμουνισμό-Σταλινισμό. Ως μέτρο σύγκρισης θέτουν την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία της Ευρώπης και θεωρούν ότι οποιαδήποτε κίνημα απομάκρυνσης από τις βασικές ιδέες της συνιστούσε προσπάθεια ανατροπής της δημοκρατικής τάξης. Τη θέση τους περί κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού την στηρίζουν στα εξής επιχειρήματα :
• Ο πολιτικός ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης Ιωσήφ Στάλιν (1923-1953) κυβέρνησε αυταρχικά και εκτόπισε ή καταδίωξε τους πολιτικούς του αντιπάλους, όπως άλλωστε και οι Χίτλερ και Μουσολίνι .
• Ο Φασισμός , όπως και ο Κομμουνισμός ξεκίνησαν από την υποστήριξη των εργατικών και συνδικαλιστικών ενώσεων.
• Και οι δύο αυτοί «ολοκληρωτισμοί» χρησιμοποίησαν τη βία κατά την άσκηση της εξουσίας και κατάργησαν τα κόμματα και το κοινοβούλιο.
• Στο όνομα της ενσωμάτωσης των εθνικών, θρησκευτικών , φυλετικών μειονοτήτων επεδίωξαν τη γενοκτονία ή και την εξαφάνιση οποιαδήποτε πολιτιστικού στοιχείου που διέκρινε την εκάστοτε μειονότητα από τον κυρίαρχο έθνος – κράτος.
• Ο ολοκληρωτισμός του μεσοπολέμου και με τις δύο εκδηλώσεις του μετέτρεψε την ηγετική προσωπικότητα σε είδωλο λατρείας και χρησιμοποίησε την προπαγάνδα, για να κινητοποιήσει τις μάζες προς την ευόδωση κυρίως των ιδεολογικών στόχων.
• Εμπόδισε επίσης την ελεύθερη οικονομική δραστηριότητα και έθεσε το κράτος στο ρόλο του εργοδότη υποστηρίζοντας τον προστατευτισμό και την συγκρότηση κλειστών οικονομικών συστημάτων.
Παραμερίζοντας τα προφανή ιδεολογικά και πολιτικά κίνητρα του αναθεωρητισμού αυτού θα προσπαθήσουμε να θίξουμε την ουσία της ιδιαιτερότητας τόσο του φασισμού όσο και του κομμουνισμού του μεσοπολέμου.
Ο κομμουνισμός ως ιδεολογία όπως εκτέθηκε στα γραπτά του Κάρολου Μαρξ προτείνει ένα πολιτικό σχέδιο με βασικό στόχο την αταξική κοινωνία . Το πρώτο στάδιο αυτού του σχεδίου είναι η εργατική εξουσία που θα προκύψει μέσα από την επαναστατική διαδικασία. Η κατάληψη της εξουσίας στη Ρωσία, όπως και σε ανάλογες περιπτώσεις σε άλλες χώρες, όπως το Μεξικό, την Κούβα, την Κίνα σήμαινε και την εγκαθίδρυση ενός συγκεντρωτικού επαναστατικού κράτους που θα έπρεπε να αντιμετωπίσει πολιτικά αλλά και στρατιωτικά πλήθος υπαρκτών εσωτερικών και εξωτερικών αντιπάλων. Συγκεκριμένα το σοβιετικό καθεστώς μέχρι το 1923 είχε να αντιμετωπίσει τόσο τις δυνάμεις της Αντάντ όσο και ισχυρά φιλοτσαρικά στρατεύματα. Επίσης είναι γεγονός ότι και εντός του κόλπου των σοβιετικών (μπολσεβίκων) υπήρχαν αρκετοί που έλπιζαν σε ανατροπή του καθεστώτος και πρότειναν ριζικά διαφορετική οικονομική και πολιτική οργάνωση. Αν συνυπολογίσουμε την σφοδρή αντίδραση στην κολεκτιβοποίηση μπορεί να καταλάβει κανείς εύκολα ότι οι πρώτες δεκαετίες της κομμουνιστικής εξουσίας σημαδεύτηκαν συχνά από αιματηρά γεγονότα, σφοδρές μάχες αλλά και αρκετές συνομωσίες. Όπως είχε πει κάποτε ο Κινέζος ηγέτης Μάο «η επανάσταση δεν είναι πρόσκληση σε δείπνο και φιλοφρονήσεις. Είναι μια πράξη υπέρτατης βίας ». Επανάσταση σημαίνει ρήξη και σύγκρουση με ριζωμένους θεσμούς, που αρνούνται να βάλουν το κοινό συμφέρον πάνω από το ατομικό. Κατακρίνοντας επομένως, με ηθικά και μόνο κριτήρια τη βίαιη καταστολή ενός αντεπαναστατικού κινήματος οι οπαδοί της «ολοκληρωτικής άποψης» θέτουν τις ιστορικές συνθήκες αλλά και την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού, της πείνας και την οργάνωση ενός τεράστιου αγροτικού κράτους σε βιομηχανική δύναμη σε δεύτερη μοίρα.
Οι ιστορικοί αυτοί αγνοούν ότι η δικτατορία του μεσοπολέμου, ξεκινά από διαφορετικά ιδεολογικά και πολιτικά ερείσματα. Τόσο ο ναζισμός, όσο και ο ιταλικός ή ισπανικός φασισμός στηρίχτηκαν από το θρησκευτικοπολιτικό κατεστημένο των χωρών τους. Προβλήθηκαν μάλιστα συχνά από πολιτικούς, μοναρχικούς, στρατιωτικούς, εκκλησιαστικούς και εφοπλιστικούς κύκλους, ως μια ακραία αλλά απαραίτητη αντίδραση απέναντι στην εκλογική άνοδο σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών κομμάτων. Η χρεοκοπημένη άλλωστε, αστική δημοκρατία όχι μόνο δεν αντέδρασε στο φασιστικό φαινόμενο, αλλά το στήριξε πολιτικά και άνοιξε το δρόμο για την επιβολή του , όπως φαίνεται και στο παράδειγμα του καθεστώτος της 4η Αυγούστου. Ο Χίτλερ εκλέχτηκε με δημοκρατικές εκλογές, όπως και ο Μουσολίνι. Ο Φράνκο της Ισπανίας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εξαίρεση αλλά και σ’ αυτήν τη περίπτωση είναι γνωστή η στήριξη του από τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία και η ανοχή που επέδειξαν οι ευρωπαϊκές δημοκρατίες απέναντι στα δεινά που υπέστησαν οι ισπανοί δημοκράτες.
Ιδεολογικά, τα βασικά συστατικά στοιχεία της φασιστικής ιδεολογίας υπήρξαν ο στρεβλός ανθρωπισμός, το ιμπεριαλιστικό ιδεώδες που διακρίνει σε ανθρώπους και υπανθρώπους, όπως και η προγονολατρεία, για να στηριχτεί ο σωβινισμός και η ανωτερότητα απέναντι σε άλλα κράτη ή μειονότητες. Ο αντικαπιταλιστικός χαρακτήρας του φασισμού είναι πολύ επιφανειακός και λαϊκίστικος και εξαντλείται σε βερμπαλιστικές διακηρύξεις. Σε κανένα δικτατορικό κράτος δεν ενισχύθηκε ουσιαστικά το επίπεδο ζωής της εργατικής τάξης. Αντίθετα, τόσο η παιδεία όσο και η υγεία υποβαθμίστηκαν , η τελευταία κυρίως μέσω των μακροχρόνων πολεμικών εκστρατειών πριν και κατά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η προπαγάνδα, επίσης, του φασισμού πρόταξε τον ηγέτη οδηγό με υπερφυσικές και μυστικιστικές ικανότητες. Πρόβαλε προγονικές δόξες (ρωμαϊκή αυτοκρατορία) και ενοποίησε το έθνος απέναντι σε έναν κοινό στόχο. («Μία Γερμανία. Ένας ηγέτης») Ο πατερναλισμός, ωστόσο, αυτός συγκάλυψε και δεν επέλυσε τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα του μεσοπολέμου. Αντίθετα, στην κομμουνιστική ιδεολογία ο ηγέτης θεωρείται μία από τις κοινωνικές δυνάμεις που συντελούν στην κοινωνική εξέλιξη. Ο κομμουνιστής ηγέτης οφείλει να διατηρήσει και να συνεχίσει την προσπάθεια προς την σοσιαλιστική κοινωνία.
Αλλά και στον οικονομικό τομέα, η παγκόσμια οικονομική κρίση είναι γνωστό ότι αντιμετωπίστηκε και στη «δημοκρατική» δύση με «εθνικές» πολιτικές και ευρύ προστατευτισμό, κάτι που στη Σοβιετική Ένωση είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα και πιο ριζοσπαστικά. Το πολεμικό κλίμα άλλωστε μεταξύ της Αντάντ και της Σοβιετικής Ένωσης δεν επέτρεπε εμπορικές ανταλλαγές. Τα φασιστικά καθεστώτα από την άλλη πλευρά προσπάθησαν να λύσουν το οικονομικό αδιέξοδο με εξοπλιστικά προγράμματα, εφάρμοσαν τρομοκρατία αλλά τη χειραγώγηση στις εργατικές ενώσεις και έδωσαν περιθώρια ασυδοσίας στο ντόπιο και διεθνές επιχειρηματικό κεφάλαιο.
Είναι επίσης γνωστό ότι η Σοβιετική Ένωση ήταν μια ομοσπονδία 24 κρατών με ιδιαίτερες συχνά εθνολογικές υποστάσεις. Σε αντίθεση με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τις γενοκτονίες των Ιταλών στην Αβησσυνία και την Κροατία αλλά και το ευγονικό όραμα του Χίτλερ, στο κομμουνιστικό καθεστώς καμία φυλή ή έθνος δεν καταδιώχτηκε για την πολιτισμική και εθνολογική του υπόσταση. Μεγάλες προσωπικότητες στην πολιτική και την επιστήμη κατάγονταν από διάφορες ρωσικές δημοκρατίες και έφεραν τα ιδιαίτερα στοιχεία της καταγωγής τους.