Τα τελευταία χρόνια, εμφανίζεται αισθητή μείωση στην ποιότητα αλλά και την ποσότητα της ιστορικής γνώσης που αποκτούν οι μαθητές το δημόσιο Γυμνάσιο και Λύκειο, κάτι που όπως φαίνεται, αποτελεί συνειδητή εκπαιδευτική επιλογή στο πολιτικό περιβάλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο η Ιστορία ως μάθημα υποβαθμίστηκε καθώς είτε εντάχτηκε σε ευρύτερα γνωστικά αντικείμενα, όπως για παράδειγμα, οι «Ανθρωπιστικές Σπουδές» (Humanities) στην Αγγλία, είτε διδάχτηκε με σκοπό οι μαθητές να κατανοήσουν καλύτερα την ιστορική πορεία κυρίως σύγχρονων κοινωνικών φαινόμενων, όπως της μετανάστευσης, της ευρωπαϊκής ένωσης, του τραπεζικού συστήματος ή του κοινοβουλευτισμού . Η εθνική Ιστορία, επίσης, τείνει να εγκαταλειφθεί ή να διδαχθεί επιλεκτικά, με σκοπό οι μαθητές να περιοριστούν σε ορισμένα μόνο «σπουδαία» γεγονότα ή προσωπικότητες πάντα στο πνεύμα της ευρωπαϊκής συνεργασίας, όπως αυτή συστήνεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε).
Στην Ελλάδα, ειδικότερα, τα τελευταία χρόνια η υποβάθμιση της ιστορικής παιδείας στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού συστήματος πήρε τα εξής χαρακτηριστικά :
• Η έλλειψη κατάλληλης και διαρκούς επιμόρφωσης έχει απομακρύνει τους εκπαιδευτικούς από τις σύγχρονες εξελίξεις στον τομέα της ιστοριογραφίας και της διδακτικής με αποτέλεσμα, συχνά, να μην νιώθουν έτοιμοι να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του μαθήματος.
• Τα σχολικά βιβλία Ιστορίας είναι τις περισσότερες φορές ακατάλληλα για διδασκαλία και δυσνόητα .
• Η διδακτέα ύλη στα αναλυτικά προγράμματα είναι υπέρογκη, ενώ εξοβελίζονται σημαντικές περίοδοι της ελληνικής ιστορίας.
• Η εκάστοτε πολιτική ηγεσία θεωρεί σκόπιμο να αποσιωπήσει ή να διαστρεβλώσει σημαντικά ιστορικά γεγονότα ανάλογα με τις ιδεολογικές της καταβολές. Η αλλοιωμένη αυτή ιστορική γνώση έρχεται συχνά σε σύγκρουση όχι μόνο με τα επιστημονικά δεδομένα αλλά και με τη συλλογική συνείδηση, τις οικογενειακές αλλά και τοπικές μνήμες.
• Τα τελευταία χρόνια με το πρόσχημα ότι η Ιστορία μπορεί δήθεν να αναβιώσει παλιές έχθρες και πάθη, επιχειρείται η αφαίρεση σημαντικών περιόδων κυρίως της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Σε επίπεδο γλωσσικής διατύπωσης επιλέγεται, επίσης, μια ηπιότερη έκφραση, κάτι που ωστόσο δεν απομακρύνει τον κίνδυνο αστοχιών , όπως τον περίφημο πλέον «συνωστισμό της Σμύρνης ».
• Το μάθημα εξετάζεται στο Λύκειο ως αντικείμενο Γενικής Παιδείας είτε ανήκει στα επιλεγόμενα. Η φροντιστηριοποίηση του Λυκείου και η υποταγή του στις απαιτήσεις των πανελλαδικών εξετάσεων μετατρέπουν το μάθημα σε αγγαρεία και εμποδίζουν κάθε προσπάθεια για καλλιέργεια της ιστορικής σκέψης.
• Οι εκπαιδευτικοί θεσμοί , όπως οι πανελλαδικές εξετάσεις προάγουν είτε την αποστήθιση είτε την επιφανειακή πληροφόρηση και φυσικά, πάντα, τη συμμόρφωση με τις θέσεις του σχολικού βιβλίου.
Η υποβάθμιση αυτή συνοδευόμενη από άρθρα στον Tύπο , τα οποία ουσιαστικά συνηγορούσαν στην κατάργηση του μαθήματος οδήγησε στην περιθωριοποίησή του μαθήματος στον σχεδιαζόμενο νέο τύπο Λυκείου. Το μάθημα συγκαταλέγεται πλέον ανάμεσα στα επιλεγόμενα μαθήματα μαζί με την Κοινωνιολογία και τα Θρησκευτικά (Κοινωνικές Επιστήμες) αλλά και το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών στην Α’ Λυκείου (Αρχαιογνωσία). Οι μαθητές σίγουρα θα σκεφτούν αρκετά πριν επιλέξουν ένα μάθημα που παρουσιάζει δυσκολίες στη διδασκαλία και την κατανόησή του, αλλά και οι εκπαιδευτικοί που το διδάσκουν θα πρέπει να προάγουν τις δημόσιες σχέσεις τους, μήπως και συγκινήσουν κάποιους νέους που θα το επιλέξουν . Στη χειρότερη περίπτωση το μάθημα δεν θα διδαχθεί καθόλου, αφήνοντας νέους πολίτες στην αμάθεια σε σχέση με το ιστορικό παρελθόν του τόπου τους αλλά και στην στρεβλή πολιτική κρίση.
Τα κίνητρα των κέντρων εκείνων που στήριξαν την επιλογή αυτή και φαίνεται προς το παρόν να καταφέρνουν να περιθωριοποιήσουν το μάθημα της Ιστορίας στη δημόσια εκπαίδευση θα πρέπει να διακριθούν σε δύο κατηγορίες, σε επιστημονικά -επιστημολογικά κίνητρα και σε πολιτικά-ιδεολογικά.
Επιστημονικά και Επιστημολογικά κίνητρα
Τα τελευτά χρόνια το μάθημα της Ιστορίας διεθνώς τόσο στην πρωτοβάθμια όσο και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση αντιμετώπισε έναν ενορχηστρωμένο πόλεμο δεχόμενο κυρίως πυρά για την έλλειψη ενδιαφέροντος, την αναξιοπιστία, τη σχετικότητά του και την πολιτική ιδεολογία που υποκρύπτει . Παράλληλα, Η κίνηση της μεταμοντέρνας Ιστορίας γνώρισε ιδιαίτερη ανταπόκριση στο χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνδυαζόμενη με την τάση να ξαναγραφτεί η ιστορία με μια άλλη οπτική. Η μεταμοντέρνα θεώρηση της Ιστορίας αρνήθηκε το κύρος των ιστορικών πηγών αλλά και την αντικειμενικότητα της ιστορικής γνώσης και την ενέταξε στο χώρο της απλής ρητορικής αφήγησης.
Το μειωμένο ενδιαφέρον των μαθητών για την Ιστορία, όπως εμφανίζεται στον Τύπο και σε έρευνες θεραπεύει η χρήση της νέας τεχνολογίας στο μάθημα και η επιλογή του « πολλαπλού βιβλίου». Το μάθημα επομένως σύμφωνα με τους υποστηριχτές του μετασχηματισμού της διδασκαλίας της Ιστορίας, θα πρέπει να βάλει τους μαθητές στη διαδικασία να αναζητήσουν μόνοι τη γνώση στο διαδίκτυο ή σε άλλους οικείους σε αυτούς χώρους. Τα μέσο γίνεται το μήνυμα και η Ιστορία διαιρείται σε θέματα σύμφωνα μ ε το διδακτικό παράδειγμα της «διαθεματικότητας» και σε τομείς ανεξάρτητα από την ιστορική περίοδο και την ιστορική συνάφεια των γεγονότων. Η Ιστορία κατά αυτόν τον τρόπο μπορεί και να αυτοκαταργηθεί, αφού μπορεί να διδαχθεί ως πληροφορία και μέσα από τα Θρησκευτικά, την ,Κοινωνιολογία, την Τέχνη, τη Μαγειρική, τη Γεωγραφία, τη Γλώσσα και τη Λογοτεχνία, ακόμη και μέσα από τα Μαθηματικά. Την αποσπασματικότητα της ιστορικής πληροφορίας υπηρετεί και η ευρύτατα διαδεδομένη τα τελευταία χρόνια «Θεματική Ιστορία» που προτείνει την κάθετη ιστορική προσέγγιση με βάση το Θέμα κυρίως και λιγότερο την ένταξη των γεγονότων σε μια γενικότερη ιστορική αφήγηση.
Η πρόταξη επίσης, της λεγόμενης «Τοπικής Ιστορίας» και της «Μικροϊστορίας» σε σχέση με τη Γενική Ιστορία είχε ως αποτέλεσμα την αντικατάσταση σε πολλές περιπτώσεις της διδασκαλίας με τη μέθοδο των συνθετικών εργασιών project που πάντα στο ίδιο διαλυτικό πνεύμα προωθούν την επαφή του μαθητή με μεμονωμένες πηγές πληροφοριών από την οικογένεια, τον τόπο που διαμένει αλλά και στο διαδίκτυο.
Πολιτικά και ιδεολογικά κίνητρα
Η διάκριση σε ιδεολογικά και επιστημολογικά κίνητρα που επιχειρήσαμε, υπηρετεί κυρίως την καλύτερη κατανόηση των στοιχείων που παραθέτουμε και λιγότερο την πραγματική φύση τους αφού όπως δείχτηκε τόσο η διάδοση της μεταμοντέρνας θεώρησης όσο και η μικροϊστορία αποτελούν συνειδητές επιλογές της επίσημης εκπαιδευτικής πολιτικής σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Τα βαθύτερα επομένως αίτια που οδήγησαν σε σταδιακή υποβάθμιση την ιστορική παιδεία στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση υπήρξαν προπάντων πολιτικά και ιδεολογικά.
Πολιτικά από την άποψη ότι εξυπηρέτησαν συγκεκριμένα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα, αφού το μάθημα της Γενικής Ιστορίας ασκούσε ρητά ή άρρητα την πολιτική κρίση των μαθητών, ανιχνεύοντας κοινά σημεία στην πολιτική δράση ανάμεσα σε διαφορετικές εποχές και έκανε λόγο για επαναστατικά κινήματα, πολεμικές συγκρούσεις, ιδεολογίες και κοινωνικές τάξεις. Αντίθετα, η αποσπασματική ιστορική γνώση αποτέλεσε ένα άμεσα ελέγξιμο γνωστικό πεδίο που χρησιμοποιήθηκε κατάλληλα, για να ικανοποιήσει κυρίως τους ιδεολογικούς στόχους.
Έτσι, στο πεδίο της ιδεολογίας η υποβάθμιση της Ιστορίας ουσιαστικά εξυπηρέτησε τον οικονομικό φιλελευθερισμό και το συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων όπως αυτός διαμορφώθηκε μετά την πτώση των σοσιαλιστικών καθεστώτων στην ανατολική Ευρώπη. Η εθνική ιστορία συγκεκριμένων χωρών, όπως της Ελλάδας, αποτέλεσε εμπόδιο στη διάδοση της παγκοσμιοποίησης και στην οικονομική πολιτική «των ανοιχτών συνόρων». Επίσης, η ανάδυση εθνικιστικών αποσχιστικών κινημάτων σε ορισμένες χώρες κυρίως της πρώην Σοβιετικής Ένωσης είχε περισσότερο χαρακτήρα παραχάραξης της Ιστορίας του Β Παγκοσμίου Πολέμου και λιγότερο εθνικής ιστορίας. Η αλλοίωση της ιστορικής μνήμης αλλά και της ιστοριογραφίας όπως την ξέραμε μέχρι πριν λίγα χρόνια ξεκίνησε από τι πρώην σοσιαλιστικές χώρες και συνεχίστηκε σε όλη την Ευρώπη, εξισώνοντας το φασισμό με τον κομμουνισμό, και αποκρύπτοντας τα συγκρουσιακά φαινόμενα (πολέμους, επαναστάσεις, γενοκτονίες, εμφυλίους πολέμους ) στην Ευρωπαϊκή Ιστορία των δύο τελευταίων αιώνων.
Επιχειρήθηκε έτσι, η κατασκευή μιας δήθεν κοινής ευρωπαϊκής κουλτούρας ακόμη και σε έθνη που λεηλατήθηκαν και ερημώθηκαν από τις δυτικές σταυροφορίες και την επέμβαση των δυτικών αυτοκρατοριών. Υπερπροβλήθηκε το οικονομικό στοιχείο χωρίς να αναφέρονται οι ανταγωνισμοί και οι συγκρούσεις κυρίως κατά τον Μεσαίωνα, που οδήγησαν ακόμη και στη δημιουργία πολλών σημερινών ευρωπαϊκών κρατών. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν προσχηματικά και δυσνόητα σχολικά βιβλία με θέμα την κοινή ευρωπαϊκή κληρονομιά, που ούτε διδάχτηκαν ποτέ συστηματικά ούτε κατάφεραν να περάσουν στους μαθητές του Λυκείου την ευρωπαϊκή αυτή συνείδηση. Η σύγχρονη αντιφατική πολιτική της ΕΕ στην οικονομία, οι "ανθρωπιστικοί" της πόλεμοι μετά το 1990, και η εμπλοκή της στους πολέμους του Ιράκ, της Σερβίας , του Κοσσόβου και του Αφγανιστάν, αποσάθρωσαν ακόμη περισσότερο παρά συντέλεσαν στην οικοδόμηση αυτού του στόχου.
Έτσι η ΕΕ και η τωρινή πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας της Ελλάδας προέκριναν τελικά τη λύση της αφαίρεσης της Ιστορίας από τη Γενική μόρφωση των μαθητών του Λυκείου. Με αυτόν τον τρόπο πίστεψαν ότι οι μαθητές και οι γονείς τους θα γίνουν πιο χειραγωγήσιμοι σε θέματα πολιτικής ιστορίας κυρίως μέσω της ενημέρωσης του Τύπου και της Τηλεόρασης. Οι νεότερες ιστοριογραφικές τάσεις των μεγάλων Αμερικανικών πανεπιστημίων αλλά και των πολυεθνικών εκδοτικών οίκων θα περάσουν πιο εύκολα στην κοινή γνώμη και σε όσους απλά ενδιαφέρονται για την ιστορία. Η ιστορική γνώση όμως, δεν αποτελεί μόνο πληροφοριακό υλικό αλλά οικοδομεί πολιτική κρίση και συμπεριφορά. Εκπαιδεύοντας ανιστόρητους πολίτες δίνουμε τροφή στο ρατσισμό, τον φασισμό της καθημερινής ζωής, το σωβινισμό. Κάποτε, σε σύντομο πάντως χρονικό διάστημα τα ιστορικά λάθη του παρελθόντος θα μας εκδικηθούν.
Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2011
Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011
Το πρωτάθλημα της Super League αποτελεί τον καθρέφτη της σημερινής Ελλάδας
Το ελληνικό πρωτάθλημα της «Α’ Εθνικής», όπως λεγόταν παλιότερα, αποτελεί ένα κοινωνικό φαινόμενο με βαθιές ρίζες στην νεοελληνική κοινωνία. Γενιές μεγάλωσαν κοντά στα γήπεδα, , βλέποντας την αγαπημένη τους ομάδα να νικά, να ηττάται , να περνά «πέτρινα» χρόνια , να χάνει ή να κερδίζει πρωταθλήματα από στιγμιαία λάθη παιχτών ή από δικαστικές ή διαιτητικές αποφάσεις. Κάθε Σαββατοκύριακο πολλοί Έλληνες, όπως και σε όλο τον κόσμο βιώνουν μαζί με τις αγωνίες της καθημερινότητας και την αγωνία ενός ποδοσφαιρικού αγώνα.
Όσο και αν προσπαθούν κάποιοι να μας το παρουσιάσουν ως «γιορτή και διασκέδαση», το ποδόσφαιρο για τον κάθε οπαδό ή φίλαθλο αποτελεί μια στιγμή ενός συνεχούς δράματος , όπου έντονα συναισθήματα συνεχώς εναλλάσσονται. Κάθε ομάδα και κυρίως οι λεγόμενες «μεγάλες» διαθέτουν πολιτιστικούς χώρους με ιστορία, ιδιαίτερους κώδικες αξιών , ήρωες και προδότες, αλλά και βέβαια στόχους που αντιστοιχούν στο κύρος και στην οικονομική τους επιφάνεια. Οι ομάδες αυτές διοικούνται συνήθως, από μια συγκεντρωτική διοίκηση που εκπροσωπεί και «προστατεύει» το ποδοσφαιρικό τμήμα στα διοικητικά όργανα και στις αρχές που οργανώνουν το πρωτάθλημα.
Πέρα όμως από τα προφανή που είναι η ίδια η αξία των ποδοσφαιριστών και του προπονητή που αποτελούν το βαρόμετρο για την επιτυχία ή την αποτυχία της εκάστοτε ομάδας, η ποδοσφαιρική ομάδα είναι οι ίδιοι οι φίλαθλοι που την παρακολουθούν και τη στηρίζουν σε κάθε αγώνα. Ο φίλος της ομάδας δεν παρευρίσκεται απλά σε ένα αθλητικό αγώνα αλλά συχνά παίρνει μέρος σε ένα ομαδικό δρώμενο που έχει ως κύριο στόχο να δημιουργηθεί μια κοινωνική δυναμική που θα οδηγήσει τους ποδοσφαιριστές στη νίκη. Η νίκη στο πρωτάθλημα ισοδυναμεί με έναν μικρό έστω προσωπικό θρίαμβο που θα δώσει και μια ψευδαίσθηση ελπίδας ανάμεσα σε οικονομικά και οικογενειακά προβλήματα. Βέβαια, τίποτε από τα παραπάνω δεν κερδίζεται εύκολα ούτε είναι εκ το προτέρων εξασφαλισμένο. Ο θρίαμβος από τον διασυρμό συχνά δεν απέχουν παρά μερικά λεπτά της ώρας. Η ήττα από τη νίκη δευτερόλεπτα. Η σύγκρουση επομένως, νοητή ή πραγματική μεταφέρεται συχνά από τον αγωνιστικό χώρο στις κερκίδες, με αποτελέσματα που ποικίλλουν από απλές ύβρεις έως πραγματικό πόλεμο σώμα με σώμα. Η ένταση της σύγκρουσης αυτής που για άλλους αποτελεί «ένθερμη ατμόσφαιρα» και για άλλους «οπαδική βία» εξαρτάται κατά κύριο λόγο από εξωγηπεδικούς και εξωαθλητικούς παράγοντες.
Το πρώτο βασικό στοιχείο που επηρεάζει τους φιλάθλους στη συμπεριφορά τους είναι η γενικότερη οικονομική κατάσταση της χώρας. Οι άνεργοι, οι φτωχοί ή οι άποροι προσδοκούν από την ομάδα τους να τους δώσει ότι δεν έχει δώσει η κοινωνία τους, έστω στα μάτια των θαμώνων ενός καφενείου κοινωνική αναγνώριση και ταυτότητα μέσα στο οικονομικό σύστημα.
Το δεύτερο στοιχείο είναι η παιδεία, η γενικότερη δηλαδή αξιακή υποδομή και κρίση που διαθέτει ένας άνθρωπος που θα του επιτρέψουν να μην μετατραπεί σε μάζα και έρμαιο της συλλογικής παράνοιας που βλέπουμε συχνά στο ποδοσφαιρικό γήπεδο.
Το τρίτο στοιχείο είναι η αντιμετώπιση του πολίτη από την πολιτεία κυρίως στην καθημερινή του ζωή , η γενικότερη εικόνα που έχει ο πολίτης για την αστυνομία, τη διοίκηση, τους νόμους και τις υπηρεσίες υγείας και παιδείας. Η στάση αυτή του οπαδού θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό αν θα συμμορφωθεί ή αν θα εναντιωθεί σε κάτι γενικότερο από την αντίπαλη ποδοσφαιρική ομάδα. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο φίλαθλοι μετά από νίκη της ομάδας τους να χτυπούν ομοϊδεάτες τους ή αστυνομικούς ή να προκαλούν υλικές ζημιές σε ξένες περιουσίες.
Εξίσου σημαντικός παράγοντας είναι βέβαια, η καλλιέργεια του αθλητισμού ως χώρου άσκησης, υγιεινής ζωής, άμιλλας και παιδείας. Η μονοδιάστατη προβολή του ποδοσφαίρου ως θεάματος και μόνο, δημιουργεί οπαδούς και θύματα του φανατισμού. Στη σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία το ποδοσφαιρικό θέαμα αποφέρει τεράστια κέρδη σε μια σειρά από βιομηχανίες , κατασκευάζει ωστόσο και ανθρώπους που βλέπουν το άθλημα αποκλειστικά ως εκτόνωση και ευκαιρία για κατανάλωση κάθε είδους. Από τη διατροφή μέχρι το τυχερό παιχνίδι. Ο πλαδαρός αυτός φίλαθλος όσο και εκείνος που κυνηγάει την τύχη του στο στοίχημα βλέπουν το ποδόσφαιρο όχι ως ανθρώπινη εκδήλωση αλλά ως κυνήγι του αποτελέσματος ή της στιγμιαίας συγκίνησης. Έτσι, δεν περιμένουν τίποτε άλλο από την ίδια την επιτυχία και τη νίκη. Ήττα ή ισοπαλία δεν υπάρχουν στο μυαλό τους ούτε βέβαια τίμιος αγώνας ή άμιλλα. Έτσι το άθλημα μετατρέπεται σε αρένα όπου οι θεατές ζητωκραυγάζουν «νικητές» και «μελλοθάνατους».
Στην Ελλάδα του 2011 σχεδόν κάθε Κυριακή βλέπουμε έντονα φαινόμενα οπαδικής βίας και συγκρούσεων στα γήπεδα, που κάποιοι τεχνηέντως συνδέουν με τη διαιτησία, τον Τύπο, τους διοικητικούς παράγοντες ή και τη συμπεριφορά των ποδοσφαιριστών. Αγνοούν έτσι, την Ελλάδα της πολιτικής διαφθοράς, της οικονομικής καχεξίας, την Ελλάδα των χιλιάδων ανέργων, των σχολείων που κλείνουν, την Ελλάδα της καθημερινής ταλαιπωρίας στις ουρές των ιατρείων, που δεν δίνει κανένα όραμα στους νέους ούτε καν προσωπικής ενασχόλησης με τον αθλητισμό. Τα «παιδιά των γηπέδων» μέσα από την συλλογική υποστήριξη της ομάδας τους αποκτούν αναγνώριση, ταυτότητα και όραμα που δεν είναι άλλο από κάποιο εγχώριο ή διεθνές κύπελλο. Η ζωή αυτών των νέων οι οποίοι προέρχονται συχνά από τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα περιστρέφεται γύρω από το ποδόσφαιρο ως θέαμα και ιδέα. Κάτω από αυτό το πρίσμα το ποδόσφαιρο αφιονίζει και οδηγεί σε βίαιες αλλά και ασφαλείς για το πολιτικό κατεστημένο διεξόδους. Ουσιαστικά, η νεανική επαναστατικότητα διοχετεύεται σε βία ενάντια στον αντίπαλο οπαδό και η διάθεση για ομαδικότητα και συλλογική δράση σε «φιέστες» και «εκστρατείες».
Όσο και αν προσπαθούν κάποιοι να μας το παρουσιάσουν ως «γιορτή και διασκέδαση», το ποδόσφαιρο για τον κάθε οπαδό ή φίλαθλο αποτελεί μια στιγμή ενός συνεχούς δράματος , όπου έντονα συναισθήματα συνεχώς εναλλάσσονται. Κάθε ομάδα και κυρίως οι λεγόμενες «μεγάλες» διαθέτουν πολιτιστικούς χώρους με ιστορία, ιδιαίτερους κώδικες αξιών , ήρωες και προδότες, αλλά και βέβαια στόχους που αντιστοιχούν στο κύρος και στην οικονομική τους επιφάνεια. Οι ομάδες αυτές διοικούνται συνήθως, από μια συγκεντρωτική διοίκηση που εκπροσωπεί και «προστατεύει» το ποδοσφαιρικό τμήμα στα διοικητικά όργανα και στις αρχές που οργανώνουν το πρωτάθλημα.
Πέρα όμως από τα προφανή που είναι η ίδια η αξία των ποδοσφαιριστών και του προπονητή που αποτελούν το βαρόμετρο για την επιτυχία ή την αποτυχία της εκάστοτε ομάδας, η ποδοσφαιρική ομάδα είναι οι ίδιοι οι φίλαθλοι που την παρακολουθούν και τη στηρίζουν σε κάθε αγώνα. Ο φίλος της ομάδας δεν παρευρίσκεται απλά σε ένα αθλητικό αγώνα αλλά συχνά παίρνει μέρος σε ένα ομαδικό δρώμενο που έχει ως κύριο στόχο να δημιουργηθεί μια κοινωνική δυναμική που θα οδηγήσει τους ποδοσφαιριστές στη νίκη. Η νίκη στο πρωτάθλημα ισοδυναμεί με έναν μικρό έστω προσωπικό θρίαμβο που θα δώσει και μια ψευδαίσθηση ελπίδας ανάμεσα σε οικονομικά και οικογενειακά προβλήματα. Βέβαια, τίποτε από τα παραπάνω δεν κερδίζεται εύκολα ούτε είναι εκ το προτέρων εξασφαλισμένο. Ο θρίαμβος από τον διασυρμό συχνά δεν απέχουν παρά μερικά λεπτά της ώρας. Η ήττα από τη νίκη δευτερόλεπτα. Η σύγκρουση επομένως, νοητή ή πραγματική μεταφέρεται συχνά από τον αγωνιστικό χώρο στις κερκίδες, με αποτελέσματα που ποικίλλουν από απλές ύβρεις έως πραγματικό πόλεμο σώμα με σώμα. Η ένταση της σύγκρουσης αυτής που για άλλους αποτελεί «ένθερμη ατμόσφαιρα» και για άλλους «οπαδική βία» εξαρτάται κατά κύριο λόγο από εξωγηπεδικούς και εξωαθλητικούς παράγοντες.
Το πρώτο βασικό στοιχείο που επηρεάζει τους φιλάθλους στη συμπεριφορά τους είναι η γενικότερη οικονομική κατάσταση της χώρας. Οι άνεργοι, οι φτωχοί ή οι άποροι προσδοκούν από την ομάδα τους να τους δώσει ότι δεν έχει δώσει η κοινωνία τους, έστω στα μάτια των θαμώνων ενός καφενείου κοινωνική αναγνώριση και ταυτότητα μέσα στο οικονομικό σύστημα.
Το δεύτερο στοιχείο είναι η παιδεία, η γενικότερη δηλαδή αξιακή υποδομή και κρίση που διαθέτει ένας άνθρωπος που θα του επιτρέψουν να μην μετατραπεί σε μάζα και έρμαιο της συλλογικής παράνοιας που βλέπουμε συχνά στο ποδοσφαιρικό γήπεδο.
Το τρίτο στοιχείο είναι η αντιμετώπιση του πολίτη από την πολιτεία κυρίως στην καθημερινή του ζωή , η γενικότερη εικόνα που έχει ο πολίτης για την αστυνομία, τη διοίκηση, τους νόμους και τις υπηρεσίες υγείας και παιδείας. Η στάση αυτή του οπαδού θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό αν θα συμμορφωθεί ή αν θα εναντιωθεί σε κάτι γενικότερο από την αντίπαλη ποδοσφαιρική ομάδα. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο φίλαθλοι μετά από νίκη της ομάδας τους να χτυπούν ομοϊδεάτες τους ή αστυνομικούς ή να προκαλούν υλικές ζημιές σε ξένες περιουσίες.
Εξίσου σημαντικός παράγοντας είναι βέβαια, η καλλιέργεια του αθλητισμού ως χώρου άσκησης, υγιεινής ζωής, άμιλλας και παιδείας. Η μονοδιάστατη προβολή του ποδοσφαίρου ως θεάματος και μόνο, δημιουργεί οπαδούς και θύματα του φανατισμού. Στη σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία το ποδοσφαιρικό θέαμα αποφέρει τεράστια κέρδη σε μια σειρά από βιομηχανίες , κατασκευάζει ωστόσο και ανθρώπους που βλέπουν το άθλημα αποκλειστικά ως εκτόνωση και ευκαιρία για κατανάλωση κάθε είδους. Από τη διατροφή μέχρι το τυχερό παιχνίδι. Ο πλαδαρός αυτός φίλαθλος όσο και εκείνος που κυνηγάει την τύχη του στο στοίχημα βλέπουν το ποδόσφαιρο όχι ως ανθρώπινη εκδήλωση αλλά ως κυνήγι του αποτελέσματος ή της στιγμιαίας συγκίνησης. Έτσι, δεν περιμένουν τίποτε άλλο από την ίδια την επιτυχία και τη νίκη. Ήττα ή ισοπαλία δεν υπάρχουν στο μυαλό τους ούτε βέβαια τίμιος αγώνας ή άμιλλα. Έτσι το άθλημα μετατρέπεται σε αρένα όπου οι θεατές ζητωκραυγάζουν «νικητές» και «μελλοθάνατους».
Στην Ελλάδα του 2011 σχεδόν κάθε Κυριακή βλέπουμε έντονα φαινόμενα οπαδικής βίας και συγκρούσεων στα γήπεδα, που κάποιοι τεχνηέντως συνδέουν με τη διαιτησία, τον Τύπο, τους διοικητικούς παράγοντες ή και τη συμπεριφορά των ποδοσφαιριστών. Αγνοούν έτσι, την Ελλάδα της πολιτικής διαφθοράς, της οικονομικής καχεξίας, την Ελλάδα των χιλιάδων ανέργων, των σχολείων που κλείνουν, την Ελλάδα της καθημερινής ταλαιπωρίας στις ουρές των ιατρείων, που δεν δίνει κανένα όραμα στους νέους ούτε καν προσωπικής ενασχόλησης με τον αθλητισμό. Τα «παιδιά των γηπέδων» μέσα από την συλλογική υποστήριξη της ομάδας τους αποκτούν αναγνώριση, ταυτότητα και όραμα που δεν είναι άλλο από κάποιο εγχώριο ή διεθνές κύπελλο. Η ζωή αυτών των νέων οι οποίοι προέρχονται συχνά από τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα περιστρέφεται γύρω από το ποδόσφαιρο ως θέαμα και ιδέα. Κάτω από αυτό το πρίσμα το ποδόσφαιρο αφιονίζει και οδηγεί σε βίαιες αλλά και ασφαλείς για το πολιτικό κατεστημένο διεξόδους. Ουσιαστικά, η νεανική επαναστατικότητα διοχετεύεται σε βία ενάντια στον αντίπαλο οπαδό και η διάθεση για ομαδικότητα και συλλογική δράση σε «φιέστες» και «εκστρατείες».
Ετικέτες
Το ελληνικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου
Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2011
Σχετικά με τις οργανικές θέσεις των εκπαιδευτικών στα Πειραματικά Σχολεία
Ήδη από τις 29 Δεκέμβρη 2010 αλλά και παλαιότερα είχα προειδοποιήσει στο ιστολόγιο μου και σε μηνύματα για την «αξιολόγηση-μαστίγιο» που προωθούν οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο και φυσικά και η ελληνική. Αν κάποιοι ακόμη πιστεύουν ότι η αξιολόγηση χωρίς επιμόρφωση, το σχολείο της αγοράς και οι «πενταετείς εκπαιδευτικοί των Προτύπων » μπορούν ί να οδηγήσουν σε καλύτερο σχολείο, ας λάβουν υπόψη τους τα εξής :
Α) Οι εκπαιδευτικοί που υπηρετούν οργανικά στα Πειραματικά σχολεία δεν είναι ουρανοκατέβατοι, ούτε ζήτησαν ρουσφετολογική ή ακόμη και δίκαιη τοποθέτηση ούτε βέβαια βρέθηκαν τυχαία στα σχολεία αυτά. Επιλέχτηκαν με βάση τα πτυχία, τη μετεκπαίδευση τους , το επιστημονικό τους έργο και τη σχέση τους με την παιδαγωγική έρευνα. Γιατί λοιπόν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας; Κανείς δημόσιος υπάλληλος με το ισχύον νομικό καθεστώς δεν μετατίθεται ή χάνει τη θέση του σε μια υπηρεσία αν δεν το ζητήσει ο ίδιος ή αν δεν έχει υποπέσει σε κάποιο σοβαρό παράπτωμα. Η άρση της οργανικότητας της θέσης στο Πειραματικό σχολείο μόνο και μόνο από κάποια αρνητική αξιολόγηση θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στον ψυχισμό αλλά και στη διάθεση ενός εκπαιδευτικού που θέλει να προσφέρει στους μαθητές του και στο σχολείο.
Β) Η αξιολόγηση αυτή όπως προωθείται με τον σωφρονιστικό της χαρακτήρα είναι ένα βαθιά αντιδραστικό και αυταρχικό μέσο που πειθαναγκάζει ανθρώπους που αφιέρωσαν τα νιάτα τους σε επιστημονική έρευνα να υπακούουν στον οποιοδήποτε κομματικό μέντορα, πανεπιστημιακό ή « δάσκαλο του γραφείου» που θα έρθει να εποπτεύσει στο πειραματικό σχολείο.
Γ) Τι έχουν να κερδίσουν τα Πρότυπα ή Πειραματικά σχολεία από ανακυκλώσιμους εκπαιδευτικούς πενταετίας ; Πολλοί θα πουν ότι με αυτόν τον τρόπο θα υπηρετούν και άλλοι εκπαιδευτικοί που έχουν ανάλογα προσόντα αλλά για κάποιους λόγους αποκλείστηκαν. Άλλοι θα πουν ότι η οργανικότητα δρα ως παράγοντας αδρανοποίησης και εφησυχασμού. Στο πρώτο θα απαντούσα ότι η οργανικότητα (όπου ισχύει) ισχύει με τους ίδιους όρους σε όλο το δημόσιο τομέα. Κάποιοι από μας θα μπορούσαν να δουλέψουν στο πανεπιστήμιο ή στο εξωτερικό ή να υπηρετούν σε κάποιο ερευνητικό πόστο πιο ξεκούραστα σε σχέση με το επίπονο διδακτικό έργο σε «τριαντάρι τμήμα» . Για κάποιους λόγους όμως, όπως ίσως προσωπική αδράνεια, έλλειψη ενημέρωσης, αριθμό θέσεων, οργάνωση των πανεπιστημίων δεν το καταφέραμε. Τι πρέπει να κάνουμε ; Να ζητήσουμε να απολυθούν άμεσα ή σε πέντε χρόνια όλοι οι πανεπιστημιακοί ερευνητές και διδάσκοντες για να τις διεκδικήσουμε ; Ένας εκπαιδευτικός που δουλεύει και προσφέρει στο πόστο που έχει επιλέξει και έχει κοπιάσει για αυτό, γιατί θα πρέπει να παύεται;
Δ) Με τους σωφρονισμούς και τις τιμωρίες η πολιτεία θα προσπαθήσει να δημιουργήσει πειθήνιους υπηρέτες και όχι εκπαιδευτικούς . Ουσιαστικά η απεργία, η διαμαρτυρία, η παιδαγωγική ένσταση απέναντι στην εκάστοτε εξουσία θα απαγορευτούν Το κριτήριο δεν θα είναι το περιεχόμενο της διδασκαλίας και η συμβολή του εκπαιδευτικού στην πρόοδο των μαθητών του, αλλά το «πόσοι μαθητές τον ενέκριναν», «πόσες ώρες έκανε μάθημα ετησίως», «πόση ύλη ολοκλήρωσε» και φυσικά, πόσο «συνεργάσιμος» υπήρξε.
Ε) Έλεγχος και αξιολόγηση χρειάζονται όπως και τακτική επιμόρφωση και απαραίτητες προϋποθέσεις για επιστημονικό έργο που στα περισσότερα πειραματικά σχολεία με το ισχύον σύστημα δεν υπάρχει. Στο Πειραματικό Λύκειο Αναβρύτων για παράδειγμα, εδώ και χρόνια η πολιτεία γνωρίζει ότι δεν επαρκούν οι αίθουσες διδασκαλίας με αποτέλεσμα πολλά μαθήματα να γίνονται στο χαώδες αμφιθέατρο ή στην κατ’ ευφημισμόν «σχολική αίθουσα» «Πανίτσα». Δεν υπάρχει επίσης, βιβλιοθήκη, χώρος εργασίας για τους εκπαιδευτικούς ούτε βέβαια αίθουσα καλλιτεχνικών εκδηλώσεων . Η αξιολόγηση είναι αυτό που λείπει ;
ΣΤ)Τέλος, θα ήθελα να πω ότι σε αυτό το αυταρχικό και δουλοπρεπές σχολείο που θέλουν να δημιουργήσουν το μόνο που θα παραχθεί θα είναι ο συμβιβασμός, ο φόβος, ο ανταγωνισμός και ο φθόνος μεταξύ των εκπαιδευτικών και βέβαια η «αυλή» που θα περιβάλλει τον εκάστοτε διευθυντή και θα λειτουργεί κυρίως κατά τον τύπο και την κολακεία και λιγότερο σύμφωνα με τη δημοκρατική και ανθρωπιστική διάσταση της παιδείας.
Α) Οι εκπαιδευτικοί που υπηρετούν οργανικά στα Πειραματικά σχολεία δεν είναι ουρανοκατέβατοι, ούτε ζήτησαν ρουσφετολογική ή ακόμη και δίκαιη τοποθέτηση ούτε βέβαια βρέθηκαν τυχαία στα σχολεία αυτά. Επιλέχτηκαν με βάση τα πτυχία, τη μετεκπαίδευση τους , το επιστημονικό τους έργο και τη σχέση τους με την παιδαγωγική έρευνα. Γιατί λοιπόν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας; Κανείς δημόσιος υπάλληλος με το ισχύον νομικό καθεστώς δεν μετατίθεται ή χάνει τη θέση του σε μια υπηρεσία αν δεν το ζητήσει ο ίδιος ή αν δεν έχει υποπέσει σε κάποιο σοβαρό παράπτωμα. Η άρση της οργανικότητας της θέσης στο Πειραματικό σχολείο μόνο και μόνο από κάποια αρνητική αξιολόγηση θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στον ψυχισμό αλλά και στη διάθεση ενός εκπαιδευτικού που θέλει να προσφέρει στους μαθητές του και στο σχολείο.
Β) Η αξιολόγηση αυτή όπως προωθείται με τον σωφρονιστικό της χαρακτήρα είναι ένα βαθιά αντιδραστικό και αυταρχικό μέσο που πειθαναγκάζει ανθρώπους που αφιέρωσαν τα νιάτα τους σε επιστημονική έρευνα να υπακούουν στον οποιοδήποτε κομματικό μέντορα, πανεπιστημιακό ή « δάσκαλο του γραφείου» που θα έρθει να εποπτεύσει στο πειραματικό σχολείο.
Γ) Τι έχουν να κερδίσουν τα Πρότυπα ή Πειραματικά σχολεία από ανακυκλώσιμους εκπαιδευτικούς πενταετίας ; Πολλοί θα πουν ότι με αυτόν τον τρόπο θα υπηρετούν και άλλοι εκπαιδευτικοί που έχουν ανάλογα προσόντα αλλά για κάποιους λόγους αποκλείστηκαν. Άλλοι θα πουν ότι η οργανικότητα δρα ως παράγοντας αδρανοποίησης και εφησυχασμού. Στο πρώτο θα απαντούσα ότι η οργανικότητα (όπου ισχύει) ισχύει με τους ίδιους όρους σε όλο το δημόσιο τομέα. Κάποιοι από μας θα μπορούσαν να δουλέψουν στο πανεπιστήμιο ή στο εξωτερικό ή να υπηρετούν σε κάποιο ερευνητικό πόστο πιο ξεκούραστα σε σχέση με το επίπονο διδακτικό έργο σε «τριαντάρι τμήμα» . Για κάποιους λόγους όμως, όπως ίσως προσωπική αδράνεια, έλλειψη ενημέρωσης, αριθμό θέσεων, οργάνωση των πανεπιστημίων δεν το καταφέραμε. Τι πρέπει να κάνουμε ; Να ζητήσουμε να απολυθούν άμεσα ή σε πέντε χρόνια όλοι οι πανεπιστημιακοί ερευνητές και διδάσκοντες για να τις διεκδικήσουμε ; Ένας εκπαιδευτικός που δουλεύει και προσφέρει στο πόστο που έχει επιλέξει και έχει κοπιάσει για αυτό, γιατί θα πρέπει να παύεται;
Δ) Με τους σωφρονισμούς και τις τιμωρίες η πολιτεία θα προσπαθήσει να δημιουργήσει πειθήνιους υπηρέτες και όχι εκπαιδευτικούς . Ουσιαστικά η απεργία, η διαμαρτυρία, η παιδαγωγική ένσταση απέναντι στην εκάστοτε εξουσία θα απαγορευτούν Το κριτήριο δεν θα είναι το περιεχόμενο της διδασκαλίας και η συμβολή του εκπαιδευτικού στην πρόοδο των μαθητών του, αλλά το «πόσοι μαθητές τον ενέκριναν», «πόσες ώρες έκανε μάθημα ετησίως», «πόση ύλη ολοκλήρωσε» και φυσικά, πόσο «συνεργάσιμος» υπήρξε.
Ε) Έλεγχος και αξιολόγηση χρειάζονται όπως και τακτική επιμόρφωση και απαραίτητες προϋποθέσεις για επιστημονικό έργο που στα περισσότερα πειραματικά σχολεία με το ισχύον σύστημα δεν υπάρχει. Στο Πειραματικό Λύκειο Αναβρύτων για παράδειγμα, εδώ και χρόνια η πολιτεία γνωρίζει ότι δεν επαρκούν οι αίθουσες διδασκαλίας με αποτέλεσμα πολλά μαθήματα να γίνονται στο χαώδες αμφιθέατρο ή στην κατ’ ευφημισμόν «σχολική αίθουσα» «Πανίτσα». Δεν υπάρχει επίσης, βιβλιοθήκη, χώρος εργασίας για τους εκπαιδευτικούς ούτε βέβαια αίθουσα καλλιτεχνικών εκδηλώσεων . Η αξιολόγηση είναι αυτό που λείπει ;
ΣΤ)Τέλος, θα ήθελα να πω ότι σε αυτό το αυταρχικό και δουλοπρεπές σχολείο που θέλουν να δημιουργήσουν το μόνο που θα παραχθεί θα είναι ο συμβιβασμός, ο φόβος, ο ανταγωνισμός και ο φθόνος μεταξύ των εκπαιδευτικών και βέβαια η «αυλή» που θα περιβάλλει τον εκάστοτε διευθυντή και θα λειτουργεί κυρίως κατά τον τύπο και την κολακεία και λιγότερο σύμφωνα με τη δημοκρατική και ανθρωπιστική διάσταση της παιδείας.
Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011
Είναι πράγματι «σύγχρονη» η ιστορική ματιά της εκπομπής του ΣΚΑΙ «1821» ;
Σύμφωνα με τους υπευθύνους του τηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΙ , σκοπός της εκπομπής «1821»είναι να παρουσιαστεί με μια σύγχρονη ματιά η επανάσταση του 1821 και να επιμορφωθούν οι σημερινοί Έλληνες πολίτες πάνω στα σημαντικά γεγονότα εκείνης της περιόδου. Φτάνοντας στο τρίτο επεισόδιο της σειράς εντοπίσαμε, ωστόσο, παραλείψεις, σκόπιμες γενικεύσεις αλλά και ερμηνείες που παραπέμπουν σε συγκεκριμένες θεωρήσεις , που ακόμη και στο παρελθόν έχουν κατηγορηθεί ως μονοδιάστατες και αντιφατικές. Θα ήθελα επίσης, να τονίσω ότι η προβολή της σειράς λίγο πριν τα μεσάνυχτα υποδηλώνει μια επιλεκτική και ελιτίστικη ή και φοβική διάθεση που καμιά σχέση δεν έχει με τον επιμορφωτικό χαρακτήρα που επικαλείται. Ακόμη και με τα κενά που θα εντοπίσουμε παρακάτω, θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε την ανταπόκριση των μαθητών και των σπουδαστών που ουσιαστικά αποκλείονται από την παρακολούθηση της σειράς λόγω της προχωρημένης και ακατάλληλης ώρας.
Ξεκινώντας από το πρώτο επεισόδιο η συγκεκριμένη σειρά προχωρά σε γενικεύσεις του τύπου “Pax Ottomanica” για τους δύο πρώτους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας συμπληρώνοντας επιπλέον, ότι οι δύο πρώτοι αιώνες υπήρξαν περίοδος ευημερίας για πολλά χωριά της Ρούμελης. Από τη μια πλευρά λοιπόν, έχουμε έναν επιλεκτικό χαρακτηρισμό που βασίζεται σε κάποια οικονομικά αρχεία κάποιου χωριού ( Παναγιά Βοιωτίας) και από την άλλη πλευρά μια ριψοκίνδυνη γενίκευση που αποσιωπά το βαρύ φορολογικό καθεστώς στους αγρότες, το παιδομάζωμα, τους οκτώ βενετοτουρκικούς πολέμους που σήμαναν μάλιστα και τη σταδιακή εξασθένιση της οθωμανικής κυριαρχίας στην θαλάσσια περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Αποσιωπούνται επίσης το κίνημα του Κροκόδειλου Κλαδἀ (1481) αλλά και μικρότερα κινήματα όπως του «Σκυλόσοφου»(1601), στα οποία πήραν μέρος και οι αγροτικές τάξεις. Καθώς λοιπόν, η αναταραχή, στην περιοχή της νότιας βαλκανικής ήταν δεδομένη αρκετές φορές πριν το 1700, το να λέει κανείς ότι οι αγροτικοί πληθυσμοί ευημερούσαν είναι τουλάχιστον βεβιασμένο.
Στο ίδιο επεισόδιο εμφανίζονται επίσης, οι Έλληνες ως φανατικοί εχθροί των Τούρκων κυρίως μετά τα «Ορλοφικά» εξαιτίας της βίαιης καταστολής του κινήματος της Πελοποννήσου. Καμιά αναφορά δεν γίνεται στις οικονομικές σχέσεις παρά μόνο στη δημιουργία τσιφλικιών που εξασθένισαν και έπληξαν τις αγροτικές ομάδες της υπαίθρου. Η εκπομπή έτσι εμφανίζει την περίοδο έως το 1700 ως ήπια φεουδαρχία και την περίοδο μετά το 1700 ως περίοδο έντονης καταπίεσης. Πού φαίνεται όμως αυτό; Οι τιμαριούχοι σπαχήδες και άλλοι Οθωμανοί αξιωματούχοι χαρίζονταν περισσότερο στους φτωχούς αγρότες πριν το 1700 ; Γιατί οι Τούρκοι και Έλληνες μπέηδες και προεστοί με την καταπίεση που ασκούσαν σε βάρος των φτωχών αγροτών να ανάψουν το μίσος προς μια κατεύθυνση , δηλαδή εναντίον των Τούρκων; Αν λάβουμε υπόψη τα κηρύγματα του Ρήγα και του Ανωνύμου η δάδα της παμβαλκανικής επανάστασης θα έπρεπε να κάψει την τυραννική οθωμανική ηγεσία και τα στηρίγματά της χωρίς να κάνει διακρίσεις σε Τούρκους και μη.
Χάριν εντυπωσιασμού δηλώνεται επίσης ότι οι Κλέφτες ήταν κυρίως ληστές που έπλητταν τις ορεινές αγροτικές περιοχές και συχνά μετατρέπονταν περιστασιακά σε αρματολούς. Δεν δηλώνεται ωστόσο, η κοινωνική και οικονομική φύση του κλέφτικου κινήματος, ούτε η αντιπαράθεσή τους με τα «Τζάκια, ούτε επιχειρείται η συσχέτισή τους με το επαναστατικό κίνημα του 1821. Πώς δηλαδή, αυτοί οι «παράνομοι» συμμετείχαν «σώμα και ψυχή» σε ένα κίνημα με κοινωνικά κυρίως χαρακτηριστικά στο πλευρό «των θυμάτων τους».
Για τον Ρήγα και τον Κοραή θα έπρεπε να αφιερωθούν τουλάχιστον τρεις εκπομπές, όπως και στο συγκλονιστικό κείμενο της Ελληνικής Νομαρχίας για να καταδειχθούν οι επιδράσεις της Γαλλικής Επανάστασης αλλά και οι ιδιαιτερότητες που περιείχαν τα γραπτά των συγκεκριμένων συγγραφέων . Αντί αυτού μετά από μια γενική θεώρηση του Ρήγα και του Κοραή ως δύο πρωτεργατών της ελληνικής επανάστασης αναφέρονται κυρίως οι δημιουργοί της Φιλικής Εταιρείας Τσακάλωφ, Σκουφάς, Ξάνθος αποκομμένοι από το επαναστατικό περιβάλλον της εποχής αλλά και τις οικονομικές σχέσεις που ευνοούσαν την ίδρυση επαναστατικών εταιρειών σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Στο τρίτο επεισόδιο επιχειρήθηκε η σκιαγράφηση του «ξεσηκωμού» τους πρώτους μήνες του 1821. Και εδώ ακούσαμε, παρά τη δεδηλωμένη πρόθεση της σειράς να διαλύσει μύθους, μονοδιάστατες ερμηνείες . Είναι χαρακτηριστική η φράση του ιστορικού Θάνου Βερέμη ότι « οι προεστοί πολέμησαν στον Αγώνα, ακόμη και αν τους κατηγορούμε». Η συνεισφορά πολλών μεγάλων οικογενειών της Πελοποννήσου στην επανάσταση δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, ωστόσο, η παρουσία τους στον Αγώνα δεν ήταν τόσο πρόδηλη. Πώς δηλαδή, κάμφθηκαν οι αρχικοί δισταγμοί τους, με ποιο αντίτιμο; Γιατί πολλοί προύχοντες της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας δεν πήραν μέρος στην επανάσταση; Παραμονές της πολιορκίας της Τρίπολης απειλήθηκαν σοβαρά επεισόδια και βιαιοπραγίες σε βάρος των προκρίτων και μόνο η συμβιβαστική στάση του Κολοκοτρώνη καταλάγιασε τα πάθη. Γιατί ο κοινός στόχος δε εξασθένησε το μίσος των πολεμιστών ενάντια στους προκρίτους ; Ποια επίσης ήταν η στάση των ισχυρών οικογενειών της Ύδρας, της Άνδρου, των Σπετσών ; Πώς παρακινήθηκαν να χτυπήσουν τα «πρώην αφεντικά τους»; Και να απεμπολήσουν εμπορικά προνόμια; Ειδικά οι Κουντουριώτηδες είναι γνωστό ότι απέφευγαν κάθε κουβέντα σχετικά με επανάσταση και μόνο κάτω από την πίεση λαϊκών εξεγέρσεων μπήκαν στη μάχη.
Η εκπομπή δεν δίνει πειστικές απαντήσεις και μεταφέρει το βάρος στις πολιορκίες των κάστρων της Πελοποννήσου ηθικολογώντας μάλιστα, περιγράφοντας με μελανά χρώματα τις «πρωτάκουστες λεηλασίες και σφαγές». Άλλη μια φορά, για να εντυπωσιάσουν κυρίως, οι υπεύθυνοι της σειράς τονίζουν το δευτερεύον δηλαδή το ηθικό και το αποτρόπαιο ενός πολέμου, που έτσι και αλλιώς δεν θα μπορούσε να εξελιχτεί σε « ιπποτικό αγώνισμα». Αντί να δειχτούν το πλαίσιο της επανάστασης, τα πλεονεκτήματα και η σημασία των πρώτων νικών όσο και οι δυσκολίες του πρώτου έτους, επιλέγονται προς συζήτηση και έκθεση οι κτηνωδίες των Ελλήνων κατά των Τούρκων.
Άτοπο ερμηνευτικό σχήμα αποτελεί επίσης, η θέση που διατυπώνεται στο τρίτο επεισόδιο ότι ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ αφόρισε την επανάσταση του Υψηλάντη , για να αποτρέψει σφαγές εναντίον του χριστιανικού πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης. Είναι εξακριβωμένο ότι ο πατριάρχης είχε ήδη στείλει προτροπές προς τους ισχυρούς καπεταναίους της Ύδρας να αποφύγουν κάθε ανάμειξη σε επαναστατικό κίνημα ήδη από το 1807 . Ήταν εχθρικά προσκείμενος απέναντι στις φιλελεύθερες ιδέες της γαλλικής επανάστασης και ένθερμος υποστηριχτής της μοναρχίας. Αρκετά στοιχεία, για τα πραγματικά κίνητρα του Γρηγορίου μας παρουσιάζει στην ιστορία του και ο Σπυρίδων Τρικούπης. Η εκτέλεση του από τους Τούρκους αποτέλεσε ακραία πράξη θρησκευτικού φανατισμού και αντεκδίκησης η οποία δεν έχει καμία σχέση με τον ανθρωπισμό του πατριάρχη, ευνόησε, ωστόσο, την ελληνική επανάσταση και δημιούργησε θετικό αντίκτυπο στην κοινή γνώμη των κρατών της αντιδραστικής Ιερής Συμμαχίας.
Ξεκινώντας από το πρώτο επεισόδιο η συγκεκριμένη σειρά προχωρά σε γενικεύσεις του τύπου “Pax Ottomanica” για τους δύο πρώτους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας συμπληρώνοντας επιπλέον, ότι οι δύο πρώτοι αιώνες υπήρξαν περίοδος ευημερίας για πολλά χωριά της Ρούμελης. Από τη μια πλευρά λοιπόν, έχουμε έναν επιλεκτικό χαρακτηρισμό που βασίζεται σε κάποια οικονομικά αρχεία κάποιου χωριού ( Παναγιά Βοιωτίας) και από την άλλη πλευρά μια ριψοκίνδυνη γενίκευση που αποσιωπά το βαρύ φορολογικό καθεστώς στους αγρότες, το παιδομάζωμα, τους οκτώ βενετοτουρκικούς πολέμους που σήμαναν μάλιστα και τη σταδιακή εξασθένιση της οθωμανικής κυριαρχίας στην θαλάσσια περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Αποσιωπούνται επίσης το κίνημα του Κροκόδειλου Κλαδἀ (1481) αλλά και μικρότερα κινήματα όπως του «Σκυλόσοφου»(1601), στα οποία πήραν μέρος και οι αγροτικές τάξεις. Καθώς λοιπόν, η αναταραχή, στην περιοχή της νότιας βαλκανικής ήταν δεδομένη αρκετές φορές πριν το 1700, το να λέει κανείς ότι οι αγροτικοί πληθυσμοί ευημερούσαν είναι τουλάχιστον βεβιασμένο.
Στο ίδιο επεισόδιο εμφανίζονται επίσης, οι Έλληνες ως φανατικοί εχθροί των Τούρκων κυρίως μετά τα «Ορλοφικά» εξαιτίας της βίαιης καταστολής του κινήματος της Πελοποννήσου. Καμιά αναφορά δεν γίνεται στις οικονομικές σχέσεις παρά μόνο στη δημιουργία τσιφλικιών που εξασθένισαν και έπληξαν τις αγροτικές ομάδες της υπαίθρου. Η εκπομπή έτσι εμφανίζει την περίοδο έως το 1700 ως ήπια φεουδαρχία και την περίοδο μετά το 1700 ως περίοδο έντονης καταπίεσης. Πού φαίνεται όμως αυτό; Οι τιμαριούχοι σπαχήδες και άλλοι Οθωμανοί αξιωματούχοι χαρίζονταν περισσότερο στους φτωχούς αγρότες πριν το 1700 ; Γιατί οι Τούρκοι και Έλληνες μπέηδες και προεστοί με την καταπίεση που ασκούσαν σε βάρος των φτωχών αγροτών να ανάψουν το μίσος προς μια κατεύθυνση , δηλαδή εναντίον των Τούρκων; Αν λάβουμε υπόψη τα κηρύγματα του Ρήγα και του Ανωνύμου η δάδα της παμβαλκανικής επανάστασης θα έπρεπε να κάψει την τυραννική οθωμανική ηγεσία και τα στηρίγματά της χωρίς να κάνει διακρίσεις σε Τούρκους και μη.
Χάριν εντυπωσιασμού δηλώνεται επίσης ότι οι Κλέφτες ήταν κυρίως ληστές που έπλητταν τις ορεινές αγροτικές περιοχές και συχνά μετατρέπονταν περιστασιακά σε αρματολούς. Δεν δηλώνεται ωστόσο, η κοινωνική και οικονομική φύση του κλέφτικου κινήματος, ούτε η αντιπαράθεσή τους με τα «Τζάκια, ούτε επιχειρείται η συσχέτισή τους με το επαναστατικό κίνημα του 1821. Πώς δηλαδή, αυτοί οι «παράνομοι» συμμετείχαν «σώμα και ψυχή» σε ένα κίνημα με κοινωνικά κυρίως χαρακτηριστικά στο πλευρό «των θυμάτων τους».
Για τον Ρήγα και τον Κοραή θα έπρεπε να αφιερωθούν τουλάχιστον τρεις εκπομπές, όπως και στο συγκλονιστικό κείμενο της Ελληνικής Νομαρχίας για να καταδειχθούν οι επιδράσεις της Γαλλικής Επανάστασης αλλά και οι ιδιαιτερότητες που περιείχαν τα γραπτά των συγκεκριμένων συγγραφέων . Αντί αυτού μετά από μια γενική θεώρηση του Ρήγα και του Κοραή ως δύο πρωτεργατών της ελληνικής επανάστασης αναφέρονται κυρίως οι δημιουργοί της Φιλικής Εταιρείας Τσακάλωφ, Σκουφάς, Ξάνθος αποκομμένοι από το επαναστατικό περιβάλλον της εποχής αλλά και τις οικονομικές σχέσεις που ευνοούσαν την ίδρυση επαναστατικών εταιρειών σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Στο τρίτο επεισόδιο επιχειρήθηκε η σκιαγράφηση του «ξεσηκωμού» τους πρώτους μήνες του 1821. Και εδώ ακούσαμε, παρά τη δεδηλωμένη πρόθεση της σειράς να διαλύσει μύθους, μονοδιάστατες ερμηνείες . Είναι χαρακτηριστική η φράση του ιστορικού Θάνου Βερέμη ότι « οι προεστοί πολέμησαν στον Αγώνα, ακόμη και αν τους κατηγορούμε». Η συνεισφορά πολλών μεγάλων οικογενειών της Πελοποννήσου στην επανάσταση δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, ωστόσο, η παρουσία τους στον Αγώνα δεν ήταν τόσο πρόδηλη. Πώς δηλαδή, κάμφθηκαν οι αρχικοί δισταγμοί τους, με ποιο αντίτιμο; Γιατί πολλοί προύχοντες της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας δεν πήραν μέρος στην επανάσταση; Παραμονές της πολιορκίας της Τρίπολης απειλήθηκαν σοβαρά επεισόδια και βιαιοπραγίες σε βάρος των προκρίτων και μόνο η συμβιβαστική στάση του Κολοκοτρώνη καταλάγιασε τα πάθη. Γιατί ο κοινός στόχος δε εξασθένησε το μίσος των πολεμιστών ενάντια στους προκρίτους ; Ποια επίσης ήταν η στάση των ισχυρών οικογενειών της Ύδρας, της Άνδρου, των Σπετσών ; Πώς παρακινήθηκαν να χτυπήσουν τα «πρώην αφεντικά τους»; Και να απεμπολήσουν εμπορικά προνόμια; Ειδικά οι Κουντουριώτηδες είναι γνωστό ότι απέφευγαν κάθε κουβέντα σχετικά με επανάσταση και μόνο κάτω από την πίεση λαϊκών εξεγέρσεων μπήκαν στη μάχη.
Η εκπομπή δεν δίνει πειστικές απαντήσεις και μεταφέρει το βάρος στις πολιορκίες των κάστρων της Πελοποννήσου ηθικολογώντας μάλιστα, περιγράφοντας με μελανά χρώματα τις «πρωτάκουστες λεηλασίες και σφαγές». Άλλη μια φορά, για να εντυπωσιάσουν κυρίως, οι υπεύθυνοι της σειράς τονίζουν το δευτερεύον δηλαδή το ηθικό και το αποτρόπαιο ενός πολέμου, που έτσι και αλλιώς δεν θα μπορούσε να εξελιχτεί σε « ιπποτικό αγώνισμα». Αντί να δειχτούν το πλαίσιο της επανάστασης, τα πλεονεκτήματα και η σημασία των πρώτων νικών όσο και οι δυσκολίες του πρώτου έτους, επιλέγονται προς συζήτηση και έκθεση οι κτηνωδίες των Ελλήνων κατά των Τούρκων.
Άτοπο ερμηνευτικό σχήμα αποτελεί επίσης, η θέση που διατυπώνεται στο τρίτο επεισόδιο ότι ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ αφόρισε την επανάσταση του Υψηλάντη , για να αποτρέψει σφαγές εναντίον του χριστιανικού πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης. Είναι εξακριβωμένο ότι ο πατριάρχης είχε ήδη στείλει προτροπές προς τους ισχυρούς καπεταναίους της Ύδρας να αποφύγουν κάθε ανάμειξη σε επαναστατικό κίνημα ήδη από το 1807 . Ήταν εχθρικά προσκείμενος απέναντι στις φιλελεύθερες ιδέες της γαλλικής επανάστασης και ένθερμος υποστηριχτής της μοναρχίας. Αρκετά στοιχεία, για τα πραγματικά κίνητρα του Γρηγορίου μας παρουσιάζει στην ιστορία του και ο Σπυρίδων Τρικούπης. Η εκτέλεση του από τους Τούρκους αποτέλεσε ακραία πράξη θρησκευτικού φανατισμού και αντεκδίκησης η οποία δεν έχει καμία σχέση με τον ανθρωπισμό του πατριάρχη, ευνόησε, ωστόσο, την ελληνική επανάσταση και δημιούργησε θετικό αντίκτυπο στην κοινή γνώμη των κρατών της αντιδραστικής Ιερής Συμμαχίας.
Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2011
Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011
Αλβέρτου Αϊνστάιν “Γιατί Σοσιαλισμός” (Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο 1o τεύχος του Αμερικανικού περιοδικού Monthly Review, το 1949)
[…] Η οικονομική αναρχία της καπιταλιστικής κοινωνίας, όμως υπάρχει σήμερα, είναι κατά τη γνώμη μου η πραγματική πηγή του κακού. Βλέπουμε μια τεράστια μάζα παραγωγών που πα¬σχίζουν ακατάπαυστα να αφαιρέσουν ο ένας από τον άλλο τους καρπούς της συλλογικής εργασίας τους – όχι με τη βία, αλλά σύμφωνα με τους νόμιμα καθιερωμένους κανόνες. Από την άποψη αυτή είναι σημαντικό ότι τα μέσα παραγωγής, δηλαδή όλες οι παραγωγικές δυνάμεις, απαραίτητα για την παραγωγή καταναλωτικών εμπορευμάτων, καθώς και οι ολοένα νέες επενδύσεις μπορούν να είναι νόμιμα και κατά το μεγαλύτερο μέρος αποτελούν ατομική ιδιοκτησία ξεχωριστών προσώπων.
Για απλοποίηση θα αποκαλώ στη συνέχεια «εργάτες» όσους δεν ανήκουν στους ιδιοκτήτες μέσων παραγωγής, αν και αυτό δεν αντιστοιχεί πλήρως στη συνηθισμένη χρήση του όρου αυτού. 0 ιδιοκτήτης μέσων παραγωγής είναι σε θέση να αποκτά εργατική δύναμη. Χρησιμοποιώντας τα μέσα παραγωγής, ο εργάτης παράγει νέα εμπορεύματα που γίνονται ιδιοκτησία του καπιταλιστή. Εδώ έχει ακριβώς σημασία η συσχέτιση της πραγματικής αξίας αυτού που ο εργάτης παράγει και εκείνου που του πληρώνουν. Όσο καιρό η σύμβαση εργασίας είναι «ελεύθερη», αυτό που παίρνει ο εργάτης δεν καθορίζεται από την πραγματική αξία των παραγόμενων από αυτόν εμπορευμάτων, αλλά από τις ελάχιστες ανάγκες του και την προσφορά και ζήτηση εργατικής δύναμης από τους καπιταλιστές. Έχει σημασία να καταλάβουμε ότι ακόμη και στη θεωρία η αμοιβή του εργάτη δεν καθορίζεται από την αξία αυτού που έχει παράγει.
Βρισκόμαστε μπροστά στην τάση του ιδιωτικού κεφαλαίου προς την όλο και μεγαλύτερη συγκέντρωση. Εν μέρει λόγω του ανταγωνισμού των καπιταλιστών, εν μέρει γιατί η ανάπτυξη της τεχνολογίας και ο αυξανόμενος καταμερισμός της εργασίας ενθαρρύνουν το σχηματισμό μεγαλύτερων παραγωγικών μονάδων σε βάρος των μικρών. Αποτέλεσμα της ανάπτυξης αυτής είναι η ολιγαρχία του ιδιωτικού κεφαλαίου, η κολοσσιαία εξουσία του οποίου δεν μπορεί να ελέγχεται αποτελεσματικά ακόμη και σε μια δημοκρατική κοινωνία. Αυτό συμβαίνει, γιατί τα μέλη των νομοθετικών οργάνων εκλέγονται από τα πολιτικά κόμματα, τα οποία χρηματοδοτούνται και επηρεάζονται βασικά από τους ιδιώτες επιχειρηματίες, που επιδιώκουν για πρακτικούς σκοπούς να απομακρύνουν το εκλογικό σώμα από τους νομοθέτες. Σαν αποτέλεσμα οι αντιπρόσωποι του λαού δεν υπερασπίζονται αποτελεσματικά τα συμφέροντα των μη προνομιούχων ομάδων του πληθυσμού. Πολύ περισσότερο, στις υπάρχουσες συνθήκες οι ιδιώτες επιχειρηματίες ελέγχουν αναπόφευκτα τις κύριες πηγές πληροφόρησης (τύπο, ραδιόφωνο, εκπαίδευση). Για το λόγο αυτό, ο απλός πολίτης είναι πολύ δύσκολο και στις περισσότερες περιπτώσεις απλώς αδύνατο να καταλήξει σε αντικειμενικά συμπεράσματα και να ασκεί με εξυπνάδα τα πολιτικά του δικαιώματα.
Η κατάσταση που επικρατεί στην οικονομία, βασιζόμενη στην καπιταλιστική ατομική ιδιοκτησία, χαρακτηρίζεται επομένως από δυο κύριες αρχές: πρώτο, τα μέσα παραγωγής (κεφάλαιο), αποτελούν ατομική ιδιοκτησία και οι ιδιοκτήτες τα διαχειρίζονται κατά την κρίση τους. Δεύτερο, η σύμβαση εργασίας είναι ελεύθερη. Φυσικά από την άποψη αυτή δεν υπάρχει καθαρή καπιταλιστική κοινωνία.
Πρέπει ιδιαίτερα να σημειώσουμε ότι οι εργάτες, χάρη στη μακροχρόνια και έντονη πολιτική πάλη σημείωσαν επιτυχίες εξασφαλίζοντας σε ορισμένες κατηγορίες εργατών «βελτιωμένη» μορφή ελεύθερης σύμβασης εργασίας. Αλλά η σημερινή οικονομία στο σύνολό της διαφέρει κατά πολύ από τον «καθαρό» καπιταλισμό.
Η παραγωγή πραγματοποιείται για χάρη του κέρδους και όχι για το όφελος, αλλά δεν υπάρχει εγγύηση ότι όλοι, όσοι θέλουν και μπορούν να εργαστούν, θα μπορέσουν σίγουρα να βρουν δουλειά. Σχεδόν πάντα υπάρχει στρατιά ανέργων. 0 εργάτης φοβάται συνεχώς να μη χάσει τη δουλειά του. Επειδή οι άνεργοι και οι χαμηλόμισθοι εργάτες δεν αποτελούν προσο¬δοφόρα αγορά, η παραγωγή καταναλωτικών εμπορευμάτων είναι περιορισμένη με αποτέλε¬σμα να υπάρχουν σοβαρές δυσκολίες. Η τεχνική πρόοδος οδηγεί συχνά στην αύξηση της ανεργίας και όχι στην ελάφρυνση από τα βάρη της εργασίας. 0 προσανατολισμός στο κέρδος σε συνδυασμό με τον ανταγωνισμό των καπιταλιστών είναι η αιτία της αστάθειας στη συσσώ¬ρευση και τη χρησιμοποίηση του κεφαλαίου, πράγμα που οδηγεί σε όλο και πιο σοβαρές κα-ταστάσεις ύφεσης. 0 απεριόριστος ανταγωνισμός οδηγεί σε όλο και μεγαλύτερη σπατάλη εργασίας και έτσι παραμορφώνει την κοινωνική συνείδηση των ανθρώπων, όπως ανάφερα πιο πάνω.
Θεωρώ την παραμόρφωση αυτή των προσωπικοτήτων το μεγαλύτερο κακό του καπιταλι¬σμού. Ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα πάσχει από αυτό το κακό. Το υπέρμετρο αίσθημα του ανταγωνισμού εμφυτεύεται στους φοιτητές, που τους μαθαίνουν να θέτουν υπεράνω την επιτυχία, ως προετοιμασία για τη μελλοντική καριέρα.
Είμαι πεισμένος ότι μόνο ένας δρόμος υπάρχει για να μπει τέλος σε όλο αυτό το κακό, δη¬λαδή τη δημιουργία της σοσιαλιστικής οικονομίας με το αντίστοιχο σε αυτή σύστημα παιδείας, προσανατολισμένης σε κοινωνικούς σκοπούς. Σε μια τέτοια οικονομία η κοινωνία κατέχει τα μέσα παραγωγής και τα διαχειρίζεται με βάση το σχεδιασμό. Η σχεδιασμένη οικονομία πρo¬σαρμόζει την παραγωγή στις ανάγκες της κοινωνίας, κατανέμει την εργασία στους ικανούς για εργασία και εγγυάται τα μέσα προς το ζειν για κάθε άνδρα, γυναίκα και παιδί. Αντί για την εξύμνηση της εξουσίας και της επιτυχίας, όπως γίνεται στη σημερινή μας κοινωνία, η παιδεία που συμπληρώνεται με την ανάπτυξη των εσωτερικών ικανοτήτων της προσωπικότητας, θα αποβλέπει στην ανάπτυξη σε αυτή της συναίσθησης της ευθύνης για τους άλλους ανθρώ¬πους.
Ωστόσο, πρέπει να θυμούμαστε ότι η σχεδιασμένη οικονομία δε σημαίνει ακόμα σοσιαλι¬σμός. Η σχεδιασμένη οικονομία αυτή καθεαυτή μπορεί να συνοδεύεται από την πλήρη υπo¬δούλωση της προσωπικότητας. Η επίτευξη του σοσιαλισμού απαιτεί την επίλυση ορισμένων εξαιρετικά δύσκολων κοινωνικοπολιτικών προβλημάτων. Πώς, λόγου χάρη, παίρνοντας υπό¬ψη το βάθεμα της συγκέντρωσης της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας θα αποτραπεί η με¬τατροπή της γραφειοκρατίας σε δύναμη που κατέχει την πλήρη εξουσία. Πώς θα προστατευ¬τούν τα δικαιώματα του ατόμου και ταυτόχρονα να υπάρχει εγγύηση ενός δημοκρατικού αντί¬βαρου στην εξουσία της γραφειοκρατίας. Οι σκοποί και τα προβλήματα του σοσιαλισμού δεν είναι τόσο απλά και η σαφής κατανόησή τους έχει μέγιστη σημασία στο μεταβατικό μας αιώ¬να.
Για απλοποίηση θα αποκαλώ στη συνέχεια «εργάτες» όσους δεν ανήκουν στους ιδιοκτήτες μέσων παραγωγής, αν και αυτό δεν αντιστοιχεί πλήρως στη συνηθισμένη χρήση του όρου αυτού. 0 ιδιοκτήτης μέσων παραγωγής είναι σε θέση να αποκτά εργατική δύναμη. Χρησιμοποιώντας τα μέσα παραγωγής, ο εργάτης παράγει νέα εμπορεύματα που γίνονται ιδιοκτησία του καπιταλιστή. Εδώ έχει ακριβώς σημασία η συσχέτιση της πραγματικής αξίας αυτού που ο εργάτης παράγει και εκείνου που του πληρώνουν. Όσο καιρό η σύμβαση εργασίας είναι «ελεύθερη», αυτό που παίρνει ο εργάτης δεν καθορίζεται από την πραγματική αξία των παραγόμενων από αυτόν εμπορευμάτων, αλλά από τις ελάχιστες ανάγκες του και την προσφορά και ζήτηση εργατικής δύναμης από τους καπιταλιστές. Έχει σημασία να καταλάβουμε ότι ακόμη και στη θεωρία η αμοιβή του εργάτη δεν καθορίζεται από την αξία αυτού που έχει παράγει.
Βρισκόμαστε μπροστά στην τάση του ιδιωτικού κεφαλαίου προς την όλο και μεγαλύτερη συγκέντρωση. Εν μέρει λόγω του ανταγωνισμού των καπιταλιστών, εν μέρει γιατί η ανάπτυξη της τεχνολογίας και ο αυξανόμενος καταμερισμός της εργασίας ενθαρρύνουν το σχηματισμό μεγαλύτερων παραγωγικών μονάδων σε βάρος των μικρών. Αποτέλεσμα της ανάπτυξης αυτής είναι η ολιγαρχία του ιδιωτικού κεφαλαίου, η κολοσσιαία εξουσία του οποίου δεν μπορεί να ελέγχεται αποτελεσματικά ακόμη και σε μια δημοκρατική κοινωνία. Αυτό συμβαίνει, γιατί τα μέλη των νομοθετικών οργάνων εκλέγονται από τα πολιτικά κόμματα, τα οποία χρηματοδοτούνται και επηρεάζονται βασικά από τους ιδιώτες επιχειρηματίες, που επιδιώκουν για πρακτικούς σκοπούς να απομακρύνουν το εκλογικό σώμα από τους νομοθέτες. Σαν αποτέλεσμα οι αντιπρόσωποι του λαού δεν υπερασπίζονται αποτελεσματικά τα συμφέροντα των μη προνομιούχων ομάδων του πληθυσμού. Πολύ περισσότερο, στις υπάρχουσες συνθήκες οι ιδιώτες επιχειρηματίες ελέγχουν αναπόφευκτα τις κύριες πηγές πληροφόρησης (τύπο, ραδιόφωνο, εκπαίδευση). Για το λόγο αυτό, ο απλός πολίτης είναι πολύ δύσκολο και στις περισσότερες περιπτώσεις απλώς αδύνατο να καταλήξει σε αντικειμενικά συμπεράσματα και να ασκεί με εξυπνάδα τα πολιτικά του δικαιώματα.
Η κατάσταση που επικρατεί στην οικονομία, βασιζόμενη στην καπιταλιστική ατομική ιδιοκτησία, χαρακτηρίζεται επομένως από δυο κύριες αρχές: πρώτο, τα μέσα παραγωγής (κεφάλαιο), αποτελούν ατομική ιδιοκτησία και οι ιδιοκτήτες τα διαχειρίζονται κατά την κρίση τους. Δεύτερο, η σύμβαση εργασίας είναι ελεύθερη. Φυσικά από την άποψη αυτή δεν υπάρχει καθαρή καπιταλιστική κοινωνία.
Πρέπει ιδιαίτερα να σημειώσουμε ότι οι εργάτες, χάρη στη μακροχρόνια και έντονη πολιτική πάλη σημείωσαν επιτυχίες εξασφαλίζοντας σε ορισμένες κατηγορίες εργατών «βελτιωμένη» μορφή ελεύθερης σύμβασης εργασίας. Αλλά η σημερινή οικονομία στο σύνολό της διαφέρει κατά πολύ από τον «καθαρό» καπιταλισμό.
Η παραγωγή πραγματοποιείται για χάρη του κέρδους και όχι για το όφελος, αλλά δεν υπάρχει εγγύηση ότι όλοι, όσοι θέλουν και μπορούν να εργαστούν, θα μπορέσουν σίγουρα να βρουν δουλειά. Σχεδόν πάντα υπάρχει στρατιά ανέργων. 0 εργάτης φοβάται συνεχώς να μη χάσει τη δουλειά του. Επειδή οι άνεργοι και οι χαμηλόμισθοι εργάτες δεν αποτελούν προσο¬δοφόρα αγορά, η παραγωγή καταναλωτικών εμπορευμάτων είναι περιορισμένη με αποτέλε¬σμα να υπάρχουν σοβαρές δυσκολίες. Η τεχνική πρόοδος οδηγεί συχνά στην αύξηση της ανεργίας και όχι στην ελάφρυνση από τα βάρη της εργασίας. 0 προσανατολισμός στο κέρδος σε συνδυασμό με τον ανταγωνισμό των καπιταλιστών είναι η αιτία της αστάθειας στη συσσώ¬ρευση και τη χρησιμοποίηση του κεφαλαίου, πράγμα που οδηγεί σε όλο και πιο σοβαρές κα-ταστάσεις ύφεσης. 0 απεριόριστος ανταγωνισμός οδηγεί σε όλο και μεγαλύτερη σπατάλη εργασίας και έτσι παραμορφώνει την κοινωνική συνείδηση των ανθρώπων, όπως ανάφερα πιο πάνω.
Θεωρώ την παραμόρφωση αυτή των προσωπικοτήτων το μεγαλύτερο κακό του καπιταλι¬σμού. Ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα πάσχει από αυτό το κακό. Το υπέρμετρο αίσθημα του ανταγωνισμού εμφυτεύεται στους φοιτητές, που τους μαθαίνουν να θέτουν υπεράνω την επιτυχία, ως προετοιμασία για τη μελλοντική καριέρα.
Είμαι πεισμένος ότι μόνο ένας δρόμος υπάρχει για να μπει τέλος σε όλο αυτό το κακό, δη¬λαδή τη δημιουργία της σοσιαλιστικής οικονομίας με το αντίστοιχο σε αυτή σύστημα παιδείας, προσανατολισμένης σε κοινωνικούς σκοπούς. Σε μια τέτοια οικονομία η κοινωνία κατέχει τα μέσα παραγωγής και τα διαχειρίζεται με βάση το σχεδιασμό. Η σχεδιασμένη οικονομία πρo¬σαρμόζει την παραγωγή στις ανάγκες της κοινωνίας, κατανέμει την εργασία στους ικανούς για εργασία και εγγυάται τα μέσα προς το ζειν για κάθε άνδρα, γυναίκα και παιδί. Αντί για την εξύμνηση της εξουσίας και της επιτυχίας, όπως γίνεται στη σημερινή μας κοινωνία, η παιδεία που συμπληρώνεται με την ανάπτυξη των εσωτερικών ικανοτήτων της προσωπικότητας, θα αποβλέπει στην ανάπτυξη σε αυτή της συναίσθησης της ευθύνης για τους άλλους ανθρώ¬πους.
Ωστόσο, πρέπει να θυμούμαστε ότι η σχεδιασμένη οικονομία δε σημαίνει ακόμα σοσιαλι¬σμός. Η σχεδιασμένη οικονομία αυτή καθεαυτή μπορεί να συνοδεύεται από την πλήρη υπo¬δούλωση της προσωπικότητας. Η επίτευξη του σοσιαλισμού απαιτεί την επίλυση ορισμένων εξαιρετικά δύσκολων κοινωνικοπολιτικών προβλημάτων. Πώς, λόγου χάρη, παίρνοντας υπό¬ψη το βάθεμα της συγκέντρωσης της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας θα αποτραπεί η με¬τατροπή της γραφειοκρατίας σε δύναμη που κατέχει την πλήρη εξουσία. Πώς θα προστατευ¬τούν τα δικαιώματα του ατόμου και ταυτόχρονα να υπάρχει εγγύηση ενός δημοκρατικού αντί¬βαρου στην εξουσία της γραφειοκρατίας. Οι σκοποί και τα προβλήματα του σοσιαλισμού δεν είναι τόσο απλά και η σαφής κατανόησή τους έχει μέγιστη σημασία στο μεταβατικό μας αιώ¬να.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)