Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2013

Το μάθημα της Ιστορίας στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση ως πάρεργο διαφόρων ειδικοτήτων,  μια όψη της  γενικότερης απαξίωσης      


1      Η γενικότερη απαξίωση της Ιστορίας στη Μέση Εκπαίδευση

Η εισήγηση αυτή έχει ως σκοπό να καταδείξει ότι η ανάθεση της διδασκαλίας της Ιστορίας σε ειδικότητες εκτός των φιλολόγων συνδέεται με τη γενικότερη πορεία αναθεώρησης της  του μαθήματος στη Μέση Εκπαίδευση .
·         H έλλειψη κατάλληλης και διαρκούς επιμόρφωσης έχει απομακρύνει τους φιλολόγους από τις σύγχρονες εξελίξεις στον τομέα της ιστοριογραφίας και της διδακτικής με αποτέλεσμα, συχνά, να μην νιώθουν έτοιμοι να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του μαθήματος.
·         H εκάστοτε πολιτική ηγεσία θεωρεί σκόπιμο να επιτρέψει μέσω αστοχιών των σχολικών βιβλίων ή των επίσημων διδακτικών οδηγιών την περαιτέρω αποσιώπηση ή τη διαστρέβλωση σημαντικών ιστορικών γεγονότων.
·         H υποταγή του Λυκείου στις απαιτήσεις των πανελλαδικών εξετάσεων  εμποδίζει κάθε προσπάθεια για καλλιέργεια της ιστορικής σκέψης. Αντίθετα, οι εξετάσεις  προάγουν είτε  την άκριτη αποστήθιση είτε την επιφανειακή πληροφόρηση  και φυσικά, πάντα,  τη συμμόρφωση με τις προδιαγραφές τους.





2.      Το μάθημα της Ιστορίας μετά το 1981

3η διαφάνεια
  Μετά το 1981 πολλές υπήρξαν οι προσδοκίες[ii] για μία αναπροσαρμογή της ύλης και γενικότερα της διδασκαλίας  της Ιστορίας στη ελληνική δευτεροβάθμια  εκπαίδευση. Σύντομα όμως οι ελπίδες διαψεύστηκαν.             Παρέμεινε  η εκτεταμένη ύλη της νεότερης ιστορίας και προωθήθηκε η θεματική διδασκαλία ως αφορμή για μεγαλύτερη  εμβάθυνση στην ιστορική γνώση. Έτσι παρά τις όποιες νέες ιστοριογραφικές προσεγγίσεις στα κείμενα των εγχειριδίων οι μαθητές ούτε μάθαιναν για τη νεότερη ιστορία μετά το 1922 και στην καλύτερη περίπτωση εστίαζαν αποσπασματικά σε συγκεκριμένες περιόδους όπως το Νεοελληνικό Διαφωτισμό, τη διπλωματία της επανάστασης του 1821, τη μικρασιατική εκστρατεία 1919-1922. Σε συνδυασμό με την εντατικοποίηση και τον ανταγωνισμό του συστήματος των Πανελλήνιων εξετάσεων η Ιστορία και κυρίως η Νεότερη Ελληνική Ιστορία ως μάθημα παρέμεινε ένα αντικείμενο, δυσνόητο και απόμακρο για μεγάλη μερίδα των μαθητών[iii].    
Και βέβαια ούτε λόγος για ιστορική ανάλυση ή κρίση στην πιο ώριμη περίοδο  της εφηβείας που είναι τα 16 χρόνια. Εδώ πρωτοστατεί το φροντιστήριο, η έτοιμη γνώση, η άκριτη αποστήθιση κειμένων με στόχο την επιτυχία στις πανελλαδικές εξετάσεις. «Τυχεροί» θα μπορούσαν να θεωρηθούν οι μαθητές της θεωρητικής κατεύθυνσης, οι οποίοι   διδάσκονται  αποσπασματικά ορισμένα ιστορικά γεγονότα  όπως την οικονομία του 19ου αιώνα, τα κόμματα των αρχών του 20ου αιώνα, την Κρητική επανάσταση.
Το μάθημα ταλανίστηκε ακόμη περισσότερο τα τελευταία χρόνια με την όλο και μεγαλύτερη χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών στη διδασκαλία. Αν και οι νέες τεχνολογίες εμφανίστηκαν[iv] ως πανάκεια και ελπίδα για το μάθημα , οδήγησαν τελικά τους μαθητές στην άκριτη υιοθέτηση της ιστορίας των ηλεκτρονικών εγκυκλοπαιδειών («wikis»)  αντί του εγχειριδίου και στη συρραφή (copypaste) αντί της βιβλιογραφικής έρευνας. Χωρίς καθοδήγηση τις περισσότερες φορές σε εγκεκριμένες ιστοσελίδες και προγράμματα μάθησης (software), οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί στάθηκαν απαθείς  απέναντι στα πολύμορφα αποτελέσματα της πολυμεσικής διδασκαλίας. Το διαδίκτυο εμφανίστηκε ως νέος χώρος έρευνας αν και με την ελευθερία που προσέφερε και την κοινωνική δικτύωση επέτρεπε ουσιαστικά να γράφει ο καθένας ό, τι θέλει, ανεξέλεγκτα και μαζικά. Φασιστικές οργανώσεις, παραθρησκευτικές εταιρείες, μεμονωμένα άτομα ή ομάδες χρηστών διακινούν ιστορικές πληροφορίες με μικρό ή ανύπαρκτο βαθμό επιστημονικής  εγκυρότητας κάτι που φυσικά ο μαθητής αδυνατεί να αξιολογήσει και να κρίνει.
Με αυτόν τον τρόπο μπορεί ο μαθητής φαινομενικά να αποκτά ένα επιφανειακό ενδιαφέρον για την ιστορία, τις περισσότερες φορές, ωστόσο, δεν κατανοεί αυτό που διαβάζει στο διαδίκτυο, το αντιγράφει άκριτα και το μεταφέρει αμετάβλητο στην εργασία του. Το υπουργείο και σε αυτό το ζήτημα όχι μόνο δεν εξέδωσε διευκρινιστικές οδηγίες αλλά προώθησε ακόμη περισσότερο τη θέση του υπολογιστή και του δικτύου στο σχολείο με ένα νέο αντικείμενο  την "Ερευνητική Εργασία[v]" .

3.Η αμφισβήτηση της Γενικής Ιστορίας

4η διαφάνεια
Τα τελευταία χρόνια το μάθημα της Ιστορίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση αντιμετώπισε έναν ενορχηστρωμένο πόλεμο από τον Τύπο δεχόμενο κυρίως  πυρά για την έλλειψη ενδιαφέροντος, την  αναξιοπιστία, τη σχετικότητά του και την πολιτική ιδεολογία που υποκρύπτει[vi] .
Το μάθημα σύμφωνα με τους υποστηριχτές[vii] του μετασχηματισμού της διδασκαλίας της Ιστορίας, (5η διαφάνεια) θα έπρεπε να εντάξει τους μαθητές στη διαδικασία να αναζητήσουν μόνοι τη γνώση στο διαδίκτυο ή σε άλλους οικείους σε αυτούς χώρους. Τα μέσο γίνεται το μήνυμα και η Ιστορία διαιρείται σε θέματα σύμφωνα μ ε την προσέγγιση  της «διαθεματικότητας[1]» και σε τομείς ανεξάρτητα από την ιστορική περίοδο και την ιστορική συνάφεια των γεγονότων.
 Η Ιστορία κατά αυτόν τον τρόπο μπορεί και να αυτοκαταργηθεί, αφού μπορεί να διδαχθεί ως πληροφορία και μέσα από τα Θρησκευτικά,  την ,Κοινωνιολογία, την Τέχνη, τη Μαγειρική, τη Γεωγραφία, τη Γλώσσα και τη Λογοτεχνία, ακόμη και μέσα από τα Μαθηματικά.  Την  αποσπασματικότητα της ιστορικής πληροφορίας υπηρετεί και η ευρύτατα διαδεδομένη τα τελευταία χρόνια «Θεματική Ιστορία» που προτείνει την κάθετη ιστορική προσέγγιση με βάση το «Θέμα» κυρίως και λιγότερο την  ένταξη  των γεγονότων σε μια γενικότερη ιστορική αφήγηση. 

4.      Πολιτικά και ιδεολογικά κίνητρα πίσω από την αμφισβήτηση της Γενικής Ιστορίας

Τα αίτια της αμφισβήτησης της Γενικής Ιστορίας, όπως αυτή διδασκόταν έως σήμερα ως αυτοτελές και αυτοδύναμο φιλολογικό μάθημα  μπορούν να αναζητηθούν στο χώρο της αναθεωρητικής σκέψης που διαπνέει τις οδηγίες που κατά καιρούς αποστέλλονται στους εκπαιδευτικούς και εκπορεύονται από  την ευρωπαϊκή επιτροπή[viii] ή από τον  μη κυβερνητικό εκπαιδευτικό οργανισμό Euroclio[ix] , ο οποίος και  διατυπώνει κατευθύνσεις  για τη διδασκαλία της Ιστορίας  στο πνεύμα της ριζικής αναθεώρησης της εθνικής ιστορίας.  
Τόσο η διάδοση της διαθεματικότητας, της Ερευνητικής Εργασίας,  όσο και η «Θεματική Ιστορία[x]» αποτελούν συνειδητές επιλογές της επίσημης εκπαιδευτικής πολιτικής σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Τα βαθύτερα επομένως αίτια που οδήγησαν σε σταδιακή υποβάθμιση την ιστορική παιδεία στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση υπήρξαν προπάντων πολιτικά και ιδεολογικά.
Πολιτικά από την άποψη ότι εξυπηρέτησαν συγκεκριμένα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα, αφού το μάθημα της Γενικής Ιστορίας ασκούσε  ρητά ή άρρητα την πολιτική κρίση των μαθητών, ανιχνεύοντας κοινά σημεία στην πολιτική δράση ανάμεσα σε διαφορετικές εποχές και έκανε λόγο για επαναστατικά κινήματα, πολεμικές συγκρούσεις,  ιδεολογίες και κοινωνικές τάξεις. Αντίθετα, η αποσπασματική ιστορική γνώση αποτέλεσε ένα άμεσα ελέγξιμο γνωστικό πεδίο που χρησιμοποιήθηκε κατάλληλα, για να ικανοποιήσει κυρίως τους ιδεολογικούς στόχους.
Έτσι, στο πεδίο της ιδεολογίας (6η διαφάνεια) η υποβάθμιση της Ιστορίας ουσιαστικά εξυπηρέτησε τον οικονομικό φιλελευθερισμό, «το Νέο Σχολείο[xi]» (και το συσχετισμό των  πολιτικών  δυνάμεων, όπως αυτός διαμορφώθηκε μετά την πτώση των σοσιαλιστικών καθεστώτων στην ανατολική Ευρώπη. Η αναθεώρηση της εθνικής ιστορίας, όπως την ξέραμε μέχρι πριν λίγα χρόνια ξεκίνησε από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες και συνεχίστηκε σε όλη την Ευρώπη, υιοθετώντας συχνά την ισοπεδωτική  «θεωρία των άκρων», αποκρύπτοντας ή παραποιώντας σκόπιμα  συγκρουσιακά φαινόμενα (πολέμους, επαναστάσεις, γενοκτονίες, εμφυλίους πολέμους ) που εμφανίστηκαν στη  νεώτερη  ευρωπαϊκή ιστορία.
     Στο ίδιο ιδεολογικό πλαίσιο οι  ελληνικές κυβερνήσεις των τελευταίων ετών προτίμησαν να υποβαθμίσουν  ευθέως το μάθημα στο σχολικό πρόγραμμα συντηρώντας  την ήδη υπάρχουσα προβληματική κατάσταση και επιτρέποντας  σιωπηρά  και με την ανοχή των τοπικών διευθύνσεων την ανάθεση της  διδασκαλίας της Ιστορίας σε πλήθος ειδικοτήτων, όπως Θεολόγους, Καθηγητές Αγγλικών, Γαλλικών, έτσι ώστε να αποσυνδεθεί από το γενικό ιστορικό και ανθρωπιστικό του περιεχόμενο.  Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2010 στα αρχικά σχέδια για το Νέο Λύκειο προτάθηκε και η κατάργησή του στις δύο πρώτες τάξεις του Λυκείου και από φέτος μειώθηκαν  οι ώρες  της Ιστορίας στη Γ’ Γυμνασίου, ενώ αφαιρέθηκε τελείως το αντικείμενο  από την τεχνική εκπαίδευση[xii]
Η ιστορική γνώση όμως, δεν αποτελεί μόνο πληροφοριακό υλικό αλλά οικοδομεί πολιτική κρίση και συμπεριφορά. Διαμορφώνοντας  ανιστόρητους πολίτες ενισχύουμε το ρατσισμό, το φασισμό, το σωβινισμό. 
(9η διαφάνεια) Αποτελεί επομένως πρώτιστη ανάγκη για την ελληνική κοινωνία το χτίσιμο σταθερών βάσεων για την ιστορική μόρφωση των μαθητών. Το επονομαζόμενο «Νέο Σχολείο» των αγορών που εγκαθιδρύεται σήμερα  θα πρέπει να αντικατασταθεί από ένα νέο ανθρωπιστικό δωδεκάχρονο ενιαίο υποχρεωτικό σχολείο με νέα  σχολικά προγράμματα,.
Απαιτείται απαγκίστρωση του Λυκείου και του  μαθήματος από τις κάθε είδους πανελλαδικού τύπου εξετάσεις, που το μετατρέπουν σε αγχογόνο και στείρα γνώση. Θεσμοποίηση ενός διαυγούς και αξιοκρατικού  συστήματος αξιολόγησης και επιλογής των σχολικών βιβλίων, καθιέρωση ενός βασικού σχολικού εγχειριδίου για κάθε τάξη,  αύξηση των ωρών διδασκαλίας του μαθήματος,  δημιουργία ενός επαρκούς διαγράμματος Γενικής Ιστορίας από την προϊστορική εποχή έως τα νεότερα χρόνια με έμφαση στα οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα κάθε εποχής. Έμφαση στα σημαντικότερα και καίριας σημασίας  γεγονότα της νεότερης ελληνικής ιστορίας την  επανάσταση του 1821, τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και ο την Κατοχή 1940-1944.  Ταυτόχρονα, έναρξη επιμορφωτικών προγραμμάτων    με στόχο τη βοήθεια και τον διδακτικό εξοπλισμό των εκπαιδευτικών.
Είναι πολιτικό και ηθικό χρέος όλων μας , εκπαιδευτικών και πανεπιστημιακών δασκάλων να συμβάλουμε στην ποιοτική αναβάθμιση  του μαθήματος  της Ιστορίας και στην πληρέστερη παρουσίαση του στους αυριανούς  πολίτες αυτής της χώρας .




[1] Ως διαθεματική προσέγγιση της γνώσης ορίζεται η πολύπλευρη διερεύνηση και
μελέτη ενός θέματος με τη συμμετοχή και το συντονισμό πολλών γνωστικών αντικει-
μένων. Μπορεί να είναι η επεξεργασία μιας διαθεματικής έννοιας, όπως σύστημα,
σημείο κλπ. ή η διερεύνηση ενός διαθεματικού θέματος με τη μέθοδο του σχεδίου
εργασίας (project). Όταν η μελέτη του θέματος περιορίζεται στο χώρο των επιστημών, τότε μιλάμε για διεπιστημονικότητα. βλ και http://www.pi-schools.gr/programs/depps/